δακρυόβρυση

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δακρυόβρυση

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δακρυόβρυση ἡ, Σ. Σκίπ., Τρόπαια, 61.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. δάκρυο, διὰ τὸ ὑπ. βλ. δάκρυ, καὶ βρύση.

Σημασιολογία

Ἡ πηγὴ τῶν δακρύων : Ποίημ. Οἱ δακρυοβρύσες τῶν πραγμάτων στέρεψαν μηδὲ σταλάζει γύρω πιˬὰ τὸ δάκρυ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/