δακρυογελῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δακρυογελῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δακρυογελῶ Π. Βλαστ., Ἀργώ, 115 Τ. Ἀγρας εἰς Ν. Ἑστ. 17 (1935), 75 Κ. Παλαμ., Γράμματ. 2, 180.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάκρυο, διὰ τὸ ὁπ. βλ. δάκρυ, καὶ τοῦ ρ. γελῶ.

Σημασιολογία

Δακρύζω καὶ γελῶ ἔνθ᾿ ἀν.: Ποιήμ.……… τῆς ἄνοιξης τὰ μάτιˬα δακρυογελοῦσαν ἄκρυφτα κιˬ ἀργόγλυκα κυλοῦσε πάνω ᾿ς τῆς γῆς τὴ χλωρωσιˬὰ τὸ κοριτσένιˬο κλάμα Π. Βλαστ., ἔνθ᾿ ἀν. Μαζὶ δακρυογελῶ κιˬ ἀπελπισμένα ἐλπίζω Τ. Ἄγρας, ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/