γυˬαλοπότηρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλοπότηρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυˬαλοπότηρο τό, Κρὴτ. (Κίσ. κ.ἀ.) –Κ. Παλαμ., Δειλοὶ καὶ σκληρ. στίχ.2, σ. 287.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γυˬαλὶ καὶ ποτήρι.

Σημασιολογία

1) Τὸ ὑάλινον ποτήριον Κ. Παλαμ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Τὸ διˬαβατικὸ μεθύσι μέθυσα, μ᾽ ἔδειρε τὸ πάθος τὸ μεγάλο, ἡ καρδιˬά μου εἶναι ἄδε͜ιο γυˬαλοπότηρο, ὕστερ᾽ ἀπὸ κῦμα καὶ ἀπὸ σάλο. 2) Κατὰ πληθ. γενικῶς τὰ ὑάλινα σκευὴ Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.): Τσ᾽ ἀγοράσανε γιὰ τὴ bροῦκα τζη οὕλα τζη τὰ γυˬαλοπότηρα (bροῦκα = προῖκα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/