γλιτσαλέθω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλιτσαλέθω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλιτσαλέθω Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Μετοχ. γλιτσαλεσμένος Νάξ. (’Απύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλίτσα καὶ τοῦ ρ. ἀλέθω.
Σημασιολογία
Παράγω διὰ τῆς ἀλέσεως πολύ λεπτὸν ἄλευρον, τὸ ὁποῖον, ἕνεκα τῆς κολλώδους ὑφῆς, τὴν ὁποίαν προσλαμβάνει, καθίσταται δυσχερὲς εἰς τὴν ζύμωσιν ἔνθ’ ἀν.: Γλιτσαλεσμένο ’ν’ τὸ ζυμωτό μου, ποὺ νὰ τόνε κάψῃ ἡ φωθιˬὰ ποὺ τό ᾽λεθε. ’Επέταξές μου τὸ ἀλετό μου τὴν ἑβδομάδα τούτη, ἐγλιτσάλεσές το καὶ πετάχτηκε ᾽Απύρανθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA