δακρυοπλημμυρισμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δακρυοπλημμυρισμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δακρυοπλημμυρισμένος ἐπίθ. Κ. Παλαμ., Γράμματ. 1, 28.
Ετυμολογία
Μετοχ. τοῦ ἀμαρτ. ρ. δακρυοπλημμυρίζομαι.
Σημασιολογία
Ὁ βεβρεγμένος ὑπὸ δακρύων, ὁ πλήρης συγκινήσεως: Οἱ προκάτοχοί μας ἀνάλατοι, μὲ ὅλο τὸν περισσόλογο δακρυοπλημμυρισμένο τους ἰδανισμό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA