ἀπερπάτητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπερπάτητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπερπάτητος ἐπίθ. Πελοπν. (Τριφυλ.) κ.ἀ. ἀπιρπάτ’τους Μακεδ. ἀπερπάτηγος Πελοπν. (Μεσσ.) ἀπιρπάτ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀπορπάτητος Α. Κρήτ. ἀπορπάτηχτος Α. Κρήτ. ἀπουρπάτ’τους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *περπατητὸς < περπατῶ. Ὁ τύπ. ἀπορπάτητος καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Παθ. ὁ μὴ περιπατηθείς, ὁ μὴ διαβαθείς, ἄβατος ἔνθ’ ἀν.: Χωράφι ἀπερπάτητο Τριφυλ. Ἐχάλασε ἡ στράτα κ᾽ ἐγίνηκε ἀπορπάτητη Α. Κρήτ. Οὑ κάμπους εἶν᾿ ἀπιρπάτ’γους Αἰτωλ. ᾿βάδ᾿ ἀπιρπάτ’γου αὐτόθ. Τόπου δὲν ἄφ’κα ἀπιρπάτ᾿του Μακεδ. β) Ὁ μὴ τυχὼν ἐπιμελείας, ἐπὶ κτήματος Πελοπν. (Τριφυλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἡ μερεὰ αὐτὴ τῆς σταφίδας εἶναι ἀπερπάτητη (δὲν τὴν διῆλθον οἱ τρυγῶντες ἐργάται) Αἰτωλ. Τό ’χου ἀπιρπάτ’γου τ᾿ ἀμπέ’ αὐτόθ. 2) Ἐνεργ. ὁ μὴ δυνάμενος νὰ περιπατήσῃ Α. Κρήτ. Πελοπν. (Τριφυλ.): Παιδὶ ἀπερπάτητο (ἐπὶ νηπίου) Τριφυλ. Ἀπορπάτητο κωπέλλι Α. Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA