δακρυοποτίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δακρυοποτίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δακρυοποτίζω Κ. Παρορ., Στὸ ἄλμπουρ., 80 Σ. Σκίπ., Προσφυγ. Καημ., 88 δακρυποτίζω Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 418.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάκρυο, διὰ τὸ ὁπ. βλ. δάκρυ, καὶ τοῦ ρ. ποτίζω.

Σημασιολογία

Ποτίζω οἱονεὶ διὰ δακρύων ἔνθ᾿ ἀν. : Στίχοι μαλακοί, δακρυοποτισμένοι Κ. Παρορ., ἔνθ᾿ ἀν. || Ποιήμ. Ὅταν ἐκεῖ, ἀπ᾿ τ᾿ ἁπλόχωρο ἐργαστήρι τῆς δόλιˬας σας πατρίδας τὸ κιλίμι τὸ ξακουστὸ, τὸ δακρυˬοποτισμένο, ποὺ ὑφάνατε μὲ τέχνη καὶ ἐπιστήμη Σ. Σκίπ., ἐνθ.᾿ ἀν. Ἔλα νὰ σὲ γλυκασπασθῶ νὰ σὲ δακρυποτίσω, κ᾿ εὐθὺς ἂς ἀχνοσβήσω ς᾿ τοῦ ᾍδου τὴν ἐρμιˬὰ Φ. Πανᾶ, ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/