γυˬαλοσκέπαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλοσκέπαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γυˬαλοσκέπαστος ἐπίθ. Κ. Παλαμ., Τρισεύγ., 59.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυˬαλὶ καὶ τοῦ ἐπιθ. σκεπαστός.

Σημασιολογία

Ὑαλόφρακτος, ὁ περικλειόμενος δι᾽ ὑαλοπινάκων, ἐπὶ ἐξώστου κυρίως: ᾽Σ τὸ σπίτι τοῦ Πέτρου Φλώρη, γυˬάλοσκέπαστο ᾽λιˬακωτό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/