γυˬαλούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυˬαλούδι τό, ἐνιαχ. γυˬαλούδ᾽ Θάσ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Σαμοθρ. γυˬαλ-λούδιν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ ούσ. γυˬαλὶ διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. –ούδι.

Σημασιολογία

1) Μικρὸν θραῦσμα ὑαλίνου ἀντικειμένου Θάσ. Σαμοθρ. 2) Μικρὸν κάτοπτρον Κύπρ.: ᾌσμ. Νά ᾽μουγ-γυˬαλ-λούδιν στρογγυλὸν ᾽ς τὴν πούγκαν τῆς σαγιˬᾶς σου, νὰ μ᾽ ἔβκαλ-λες κάθε πουρνόν, νὰ θώρεις τὴν ὀσκιˬὰν σου (σαγιˬὰ = ἐπενδύτης, ὀσκιˬὰ = ὄψις). Συνών. γυˬαλάκι 2. 3) Μικρὰ φιάλη Μακεδ. (Χαλκιδ) Συνών. γυˬαλάκι 4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/