δακρυοστάλαχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δακρυοστάλαχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δακρυοστάλαχτος ἐπίθ. Κ. Παλαμ., Γράμματ. 1,14 καὶ 2,8 Δειλοὶ καὶ σκληρ. στίχ.2, 71 Τὰφ.2, 20 δακρυστάλαχτος Γ. Σουρῆ, Ἅπαντ., 2, 272 Κ. Παλαμ., Πεντασύλλ. 47.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάκρυο, διὰ τὸ ὁπ. βλ. δάκρυ, καὶ τοῦ ἐπιθ. *σταλαχτός < σταλάζω.

Σημασιολογία

Ὁ στάζων δάκρυα ἔνθ᾿ ἀν.: Ὥς τὰ τότε τὸ βιˬὸς τὸ φιλολογικὸ τοῦ φίλου μου ἤτανε στίχοι λιγοστοί, μελαγχολικοί, δακρυοστάλαχτοι Κ. Παλαμ. Γράμματ. 1,14 || Ποιήμ. Γύρω ᾿ς τοῦ προσώπου του σβησμένη πιˬὰ τὴν πούλε͜ια βάλτε δακρυοστάλαχτα τὰ θλιβερὰ ζουμπούλιˬα Κ. Παλαμ., Τάφ., 20. Κ᾿ οἱ μαυροφόρες ἀδελφὲς, ἡ φτώχε͜ια κ᾿ ἡ ὀρφάνιˬα, θὰ πλέκουν δακρυστάλαχτα ᾿ς τὴ μνήνη σου στεφάνιˬα Γ. Σουρῆ, ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/