γυˬαλούρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλούρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επιθετικό
Τυπολογία
γυˬαλούρης ἐπίθ. Λέσβ. Μῆλ. Σέριφ. Χίος γυˬαλ-λούρης Κύπρ. Κῶς Λειψ. Μεγίστ. Σύμ. κ.ἀ. γυˬαλ-λd ούρης Ἀστυπ. Κῶς Ρόδ κ.ά. γυˬάλ-λουρος Κύπρ. γυˬαλ-λουρὸς Κάρπ. Κάσ. γυˬαρ᾽λὸς Μ. Ἀσία (Κυδων.) Λέσβ. Θηλ. γυˬαλ-λούρισσα Μεγίστ. Οὐδ. γυˬαλ-λούρικον Κύπρ. γυˬαλ-λούρικουν Λυκ. (Λιβύσσ.) γυˬαλούρ᾽κου Δῆμν. γυˬαλ-λούριν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυˬαλὶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ούρης. Οἱ τύπ. γυˬάλ-λουρος καὶ γυˬαλ-λουρὸς κατὰ μεταπλασμόν. Πβ. καὶ τύπ. γυˬαλουρὸς εἰς Σομ. Ὁ τύπ. γυˬαρ᾽λὸς ἐκ τοῦ γυˬαλ᾽ρὸς δι᾽ ἀντιμεταθ. τῶν συμφυρομένων λ καὶ ρ.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετ. 1) Ὁ ἔχων λάμποντας ὀφθαλμούς, χρώματος ὑποκυάνου ἢ ὑποπρασίνου Κάρπ. Κάσ. Κύπρ. Λέσβ. Λῆμν. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Μ. Ἀσία (Κυδων.) Χίος: Ὁ γιˬὸς ἔν᾽ γυˬαλ-λούρης Κύπρ. Τὸ μωρόν της ἔν᾽ γυˬαλ-λούρικον αὐτόθ. Τὰ μάτιˬα του ἦταν τό ᾽ναν, μαῦρον κἰ τ᾽ ἄλλον γυˬαλ-λούρικουν Λυκ. (Λιβύσσ.) || ᾌσμ. Τόσο τσαιρὸ τό ᾽ύρευγα τσαὶ ᾽ὲν ἠμbόρου νά ᾽βρω τό ᾽να τ-του μ-μάτι γυˬαλ-λουρὸ τσαὶ τ᾽ ἄλλο νά ᾽ναι μαῦρο Κάρπ. Ἔει μιˬὰ βρύση ᾽ς τὴν Κυρκὰν μὲ δώδεκα καν-νοῦρες, ποὺ πᾶσιν καὶ γεμών-νουσιν μουζοῦρες καὶ γυˬαλ-λοῦρες (μουζοῦρες = μελαγχριναὶ) Κύπρ. Συνών. ἀσπρομάτης, βενετόματος, γαλαζομάτης, γαλανομάτης, γαλανὸς (Ι) Α2. β) Ἡ εὐειδὴς γυνὴ Λέσβ. 2) Ὁ ἔχων ὀφθαλμοὺς ζωῆροὑς καὶ ἐξέχοντας ἐκ τῶν κογχῶν Κῶς Σύμ. κ.ἀ.: Κακὰ γυˬαλ-λούρα πού ᾽ναιν εὐτηὰ (κακὰ = πολύ, εὐτηὰ = αὐτῆ δὰ) Κῶς. Συνών. γουρλομάτης. Β) Οὐσ. 1) Ἐπὶ σύκων καὶ σταφυλῶν, ὅταν ἀρχίζουν νὰ ὡριμάζουν, διὰ τὴν στιλπνότητα τῆν ὁποίαν ἀποκτοῦν Μῆλ. Σέριφ.: Πᾶ ᾽νὰ πνίξωμε κἄνα γυˬαλούρη (νὰ πνίξωμε = νὰ φάγωμεν) Σέριφ. β) Θηλ., εἶδος χυμώδους ἀλλ᾽ ἀγλύκου σταφυλὴς ᾽Αστυπ. Ρόδ. Συνών. νεροστάφυλο. 2) Εἶδος φυτοῦ φυτοῦ τοῦ ἀγροῦ μὲ ἄνθη χρώματος ζωηρῶς κιτρίνου Κῶς. Συνών. μάης. 3) Οὐδ., εἶδος μήλων Κύπρ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γυˬαλ-λούρης Κάρπ., Γυˬάλ-λουρος Κύπρ., ὡς ὄν. κύρ. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γυˬαλ-λούρης, Γυˬαλ-λούρα Κύπρ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γυˬαλ-λούρης Ρόδ., Τοῦ Γυˬαλούρη ὁ Κάβος Ἡράκλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA