ἀπετάλωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπετάλωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπετάλωτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἀπιτάλουτους ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πεταλωτὸς < πεταλώνω.
Σημασιολογία
'Ο μὴ πεταλωμένος, ἐπὶ ὑποζυγίων ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄλογο-μουλάρι ἀπετάλωτο σύνηθ. || Γνωμ. Ἀπετάλωτο τὸ ζῷ, ἀναποδιὰ ᾽ς τὸ δρόμο Λεξ. Δημητρ. (λ. ἀναποδιˬά). Συνών. ἀκαλίγωτος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA