γυˬαλουρομάτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλουρομάτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γυˬαλουρομάτης ἐπίθ. ἐνιαχ. γυˬαλ-λουρομ-μάτης Κῶς Μεγίστ. κ.ἀ. γυˬαρ᾽λουμάτ᾽ς Μ. ᾽Ασία (Κυδων.) γυˬαλ-λουρόμ-ματος Κύπρ. (Γερμασ. Καλοπαναγιώτ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυˬαλούρης καὶ τοῦ οὐσ. μάτι.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων λάμποντας ὀφθαλμοὺς χρώματος γαλανοῦ ἢ ὑποπρασίνου Κύπρ. Μεγίστ. Μ. ᾽Ασία (Κυδων.) Συνών. γυˬαλούρης 1. 2) Ὁ ἔχων τοὺς βολβοὺς τῶν ὀφθαλμῶν ἐξέχοντας Κῶς. Συνών γυˬαλούρης 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA