δακρύωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δακρύωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δακρύωμα τό, Λεξ. Βάιγ. Δημητρ. δάκρωμαν Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) δάρκωμαν Κύπρ. - Δ. Λιπέρτ., Τζιυπρ. τραούδ., 46, 77 καὶ 107.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. δακρυώνω. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
Δάκρυσμα, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ. ἀν.: ᾎσμ. Τὸ κλάμαν ταὶ τὸ δάρκωμαν τ᾿ἀμ-μάδκιˬα μόν᾿ τὸ ξέραν Κύπρ. Ποιήμ. Τὸ δάρκωμαν ᾿ς τ᾿ ἀμ-μάδκιˬα σου ποτὲ νὰ μὲφ φανῇ Δ. Λιμπέρτ., ἔνθ᾿ ἀν., 77. Ἐτρύπωσεν ᾿ς τὸ ᾿σ-σώσπιτον τ᾿ ἔμεινεν μέσα ᾿τεῖ, ᾿ὲν εἶχαν ᾿ποὺ τὸ δάρκωμαν τ᾿ ἀμ-μάδκιˬα της πκιˬὸν στῆσιν Δ. Λιπέρτ.. ἔνθ᾿ ἀν., 107. Συνών. δάκρυμα. δάκρυσμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA