γυˬαλουροῦ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλουροῦ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυˬαλουροῦ ἡ, ἐνιαχ. γυˬαλ-λουροῦ Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θηλ. γυˬαλούρα τοῦ ἐπιθ. γυˬαλούρης κατὰ τύπ. ὑποκορ. Διὰ τὸν σχηματισμὸν βλ. Σ. Μενάρδ., ᾽Αθηνᾶ 6 (1894), 150.

Σημασιολογία

Ἡ γυνὴ ἡ ἔχουσα λάμποντας ὑποπρασίνους ὀφθαλμοὺς ἔνθ᾽ ἀν.: Ἆσμ. Ἅγιˬα Χρυσολογιˬάτισ-σα, πού ᾽σαι καρτσὶν τῆς Φούτης, ἔβλεπέ μου τὴν γυˬαλ-λουροῦν, ποὺ πέφτει μοναή της Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/