γυˬαλοφεγγίτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλοφεγγίτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γυˬαλοφεγγίτης ὁ, ἐνιαχ. γυˬαλουφιγγίτης Θράκ. (Τζετ.) Προπ (᾽Αρτάκ. Πάνορμ.) Πληθ. γυˬαλουφιγγίτα Θράκ. (Τζετ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Βυζαντ. ὑαλοφεγγίτης.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐπὶ τῆς στέγης τῶν οἰκιῶν ὑαλωτὸς φεγγίτης Προπ. (᾽Αρτάκ. Πάνορμ.) 2) Κατὰ πληθ., οἱ ἐκ τῶν ἐνωτίων τῶν γυναικῶν κρεμάμενοι μικροὶ ἀδάμαντες ἤ ὑαλοκρύσταλλοι, ἐκ τῆς λάμψεως τὴν ὁποίαν ἐκπέμπουν Θράκ. (Τζετ.) κ.ἀ. || Ἆσμ. Νὰ πάρῃ χτένι καἰ γυˬαλί, νὰ πάρῃ συρματένιˬα σκουλαρικάκιˬα τρίκλουνα μὲ τὶς γυˬαλουφεγγίτοι καὶ σκαρλατένιˬα κουμπατιˬὰ νὰ στεί᾽ τὴν ἀρρ᾽βουνιˬά του (σκαρλατένιˬα = κόκκινα, κουμπατιˬὰ = ὑποδήματα) Τζετ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/