δᾶμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δᾶμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δᾶμα τὀ, Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέματος τοῦ ἀορ. ἐδάκα τοῦ ρ. δαίσου.
Σημασιολογία
Τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ καίω, τὸ κὰψιμο : Ὄ σ᾿ ὁροῦα δᾶμα ἔνταν ᾿ ἁ χέρα ! (δὲν βλέπεις κάψιμον ποὺ ἔχει αὐτὸ τὸ χέρι!) Τὰ καϊδία ἐτσεράαϊ, εἶνι θέντα δᾶμα (τὰ κλαδιὰ ξεράθηκαν, θέλουν κάψιμο).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA