γυˬαλοχαρτάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλοχαρτάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυˬαλοχαρτάρω ᾽Αθῆν. γυˬαλουχαρτάρου Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾽Ακαρναν. Μύτικ. Σπάρτ. κ.ἀ.) γυˬαλ-λοχαρτάρω Κάλυμν. Νίσυρ. γυˬαλ-λd οχαρτάρω Λέρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυˬαλόχαρτο καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρω.
Σημασιολογία
Λειαίνω, καθιστῶ ὁμαλὴν δι᾽ ὑαλοχάρτου τραχεῖαν ἐπφάνειαν ξύλου, δέρματος, μετάλλου κ.ἄ. ἔνθ᾽ ἀν.: Πρέπει νὰ τὸ γυˬαλοχαρτάρουμε πρῶτα καὶ ὕστερα νὰ τὸ λουστράρουμε τὸ ἔπιπλο ᾽Αθῆν. Τὰ γυˬαλουχαρτάρου τὰ παπούτσιˬα μὶ γυˬαλόχαρτου Στερελλ. (Αἰτωλ) Πβ. γυˬαλοχαρτίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA