γλιχὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλιχὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλιχὴ ἡ, ἐνιαχ. γλουχὴ Λέσβ. (Ἀγιάσ. κ.ἀ.) Λῆμν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλίχομαι. Κατὰ Γ. Χατζιδ., Einleit, 87 ὁ τύπ. γλουχὴ ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γλοχή.
Σημασιολογία
Ἐπιθυμία, ἔφεσις, πόθος ἔνθ᾽ ἀν.: Μάσσει τὰ μ᾿στάτσα d᾿ ᾿π᾿ τοὺ θ᾿μό d᾿ τσὶ ᾿π᾿ d᾿ γλουχή d᾿ Ἀγιάσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA