ἀπευχαρίστητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπευχαρίστητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπευχαρίστητος ἐπίθ. ’ποφκαρίστητος Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. *εὐχαριστητὸς<εὐχαριστῶ, παρ’ ὃ καὶ ’φκαριστῶ.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ μένων εὐχαριστημένος ἐκ τῶν περιποιήσεων ἄλλου: Εἶντα νὰ τοῦ κάμω; ἔφυεν ᾿ποφκαρίστητος. Συνών. ἀνευχαρίστητος 1, ἀνευχάριστος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/