γυˬάλωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬάλωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυˬάλωμα τό, Κ. Βάρναλ., ᾽Απολ. Σωκρ. 1,16-Λεξ. Δημητρ. γυˬάλουμα Θράκ. (Κομοτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γυˬαλώνω.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἐπάλειψις τῆς ἐπιφανείας ἀγγείων ἐξ ὀπτῆς γῆς διὰ μολυβδούχου διαλύσεως καὶ ἡ ἐκ ταύτης προερχομένη στίλβωσις αὐτῶν Θράκ. (Κομοτ.) Συνών. γυˬάλωση. 2) Ἡ ὑάλώδης ὄψις, τὸ θάμβωμα, τὸ ὁποῖον προσλαμβάνουν οἱ ὀφθαλμοὶ ψυγορραγοῦντος Κ. Βάρναλ., ᾽Απολ. Σωκρ., ἔνθ᾽ ἀν.- Λεξ. Δημητρ.: Κιˬ ἄρχισαν οἱ πόνοι κ᾽ οἱ σπασμοὶ, τὸ γυˬάλωμα τῶν ματιˬῶν Κ. Βάρναλ., ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA