γυˬάρδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬάρδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυˬάρδα ἡ, σύνηθ. γυˬάρdα Κάρπ λυˬάρδα ᾽Αθῆν. (παλαιότ.) Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ᾽Αγγλ. yard.

Σημασιολογία

Μέτρον μήκους, ἀντιστοιχοῦν πρὸς 0,914 μ. σύνηθ.: Μὲ τρεῖς γυˬάρδες ὕφασμα φτε͜ιάνεις κουστούμι σύνηθ. Ἡ κουβαρίστρα ἔχει τόσες λυˬάρδες κλωστὴ Πελοπν. (Μάν.) || Ἆσμ. Πέdε λυˬάρδες φουστανέλα | τοῦ τὴν ᾽κάψαν ᾽ς τὸν ἀέρα αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/