δαμάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαμάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

δαμάκι ἐπίρρ. Κρήτ. (Νεάπ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Καλάβρ.) - Ε. Φραντζεσκ., Ἀριάδν., 63 ᾿ιμάτσι Κάλυμν. ᾿μάκι Κρήτ. -Ι. Κονδυλάκ., Πρώτη ἀγάπ., 76.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Βυζαντ. ἐπιρρ. δαμίν (Βλ. Ἐμμ. Κριαρᾶ, Λεξ. Μεσν.) καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ -άκι. Ἡ λ. καὶ εἰς Δουκ. ὑπὸ τὸν τύπ. δουμάκη.

Σημασιολογία

Ὀλίγον ἔνθ᾿ ἀν.: Ἰμάτσι bρᾶμα Κάλυμν. || ᾌσμ. Θυμήσου τὴν ἀγάπη μας καὶ δάκρυσε δαμάκι, θυμήσου ἀποὺ σ᾿ ἐφίλουνα χωστὰ ᾿ς τὸ φεgαράκι (χωστὰ = κρυφὰ) Κρήτ. Γιˬατί ᾿ναι δίκιˬο καὶ πρεπὸ νὰ δροσιστοῦ δαμάκι τὰ χείλη ποὺ ἐπίνανε γιˬὰ σὲ πολὺ φαρμάκι Ε. Φραντζέσκ. ἔνθ᾿ ἀν. Ἡ σημ. ἤδη Βυζαντ. Βλ. Ἐμμ. Κριαρᾶ, Λεξ. Μεσν. εἰς λ. δαμάκιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/