γλο͜ιάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλο͜ιάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλο͜ιάζω Κύπρ. γλο͜ιάζου Ἤπ. ἐγλο͜ιάζω Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Λιβερ. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γλζω Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σινώπ. Τραπ. κ.ἀ.) ἐγλζω Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γλο͜ιάσω Κύπρ. χλο͜ιάζω Κόπρ. - Δ. Λιπέρτ., Τζιυπρ. Τραούδ., 3, 100 καὶ 150 χλω Πόντ. (Ἰνέπ.) χλοιῶ Κύπρ. Παρατ. ἐγλζενα Πόντ. (Κερασ.) ἐγλζ᾿να Πόντ. (Κοτύωρ.) ἐχλίουν Κύπρ.
Ετυμολογία
Τὸ Ἐλληνιστ. γλοιάζειν. Ὁ τὺπ. ἐγλο͜ιάζω διὰ τὸν ἀόρ. ἔγλοιαξα.
Σημασιολογία
1) Μετβ. καὶ ἀμτβ., καθιστῶ τι γλοιῶδες, καθίσταμαι γλοιώδης Ἤπ. Πόντ. (Κερασ.): Τὰ σκεύιˬα ἐγλο͜ιάζουν Κερασ. Τ᾿ ὀψάριˬα ἐγλο͜ιάξαν αὐτόθ. 2) Ὀλισθαίνω, γλιστρῶ Κύπρ. Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Λιβερ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σινώπ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἔκαμε λ-λία νερούδκιˬα τ᾿ ἐβράην ὁ τόπος ταὶ γλο͜ιάζει Κύπρ. Ἐγλοίασεν τ᾿ ἐγίνηκεν οὕλος βάρβαρα αὐτόθ. Χλο͜ιάζουν ᾿ς γο͜ιὰν τ᾿ ἀέλιν (=γλιστροῦν σὰν χέλι) αὐτόθ. Ἔγλο͜ιαξα κ᾿ ἐνέμπεσα Οἰν. Ἐγλοίαξεν κ᾿ ἐρροῦξεν (ἐγλίστρησε κ᾿ ἔπεσε) Κερασ. Ἐπάγωσεν τὸ όν᾿ καὶ τὰ ταρούχ μ᾿ ἐγλζ᾿νε Σταυρ. Ἡ γλῶσσα τ᾿ ἐγλζ᾿ Ἴμερ. Καλὰ τέρ᾿ μ᾿ ἐγλάῃς (πρόσεξε μὴ γλιστρήσῃς) Κερασ. || Φρ. Ἀσ᾿ σὰ χερ τ᾿ δβολος ἐγλζ᾿ (ἐπὶ λίαν ἐπιδεξίου τεχνίτου) Σταυρ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Δουκ. β) Μεταφ., ἐκφεύγω, διαφεύγω Κύπρ.: Χαρκε͜ιέσαι ποὺ ᾿ὲν νὰ γλο͜ιάσῃς ᾿ποὺ τὰ έρκα μου; (πιστεύεις ὅτι θὰ διαφύγῃς ἀπὸ τὰ χέρια μου;) || Παροιμ. Ὁποὺ τρέχει, καὶ γλο͜ιάζει Πόντ. Συνών. παροιμ. Ὅπο͜ιος βιˬάζεται, σκοντάφτει. γ) Ἐκτρέπομαι ἠθικῶς Κύπρ.: Ποίημ. Πολλοὶ ἀθ-θρῶποι δκιˬαλαλοῦν μὲ μιˬὰν ξιτσιπ-πωσύνην, πὼς οἱ γυναῖτες ’ς τὴν τιμὴν χλο͜ιάζουν ταὶ κουτσουφλοῦσι Δ. Λιπέρτ., Τζιυπρ. Τραούδ., 3, 100. 3) Αἰσθάνομαι ἀηδίαν, ναυτίαν Πόντ.: Ἡ καρδία μ᾿ ἐγλοίαξεν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA