γύλλαρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γύλλαρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γύλλαρος ὁ, πολλαχ.

Ετυμολογία

Μεγεθ. τοῦ οὐσ. γύλλος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μεγάλος γύλλος πολλαχ.: Βρέ, ἕνα γύλλαρο ποὺ ἀνέβασα! Πειρ. Συνών. γυλλομάννα, ἀντίθ. γυλλάκι, γυλλάρι 1, γυλλαρούδι, γυλλί, γυλλίτσα, γυλλίτσι. 2) Ὁ ἰχθὺς κέφαλος Λεξ. Μπριγκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/