γυλλίτσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυλλίτσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυλλίτσι τό, ᾽Αντίπαξ. ᾽Ερεικ. Κέρκ. Μαθράκ. ᾽Οθων Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γύλλος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίτσι.

Σημασιολογία

Μικρὸς γύλλος ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁ Στεφανὴς εἶναι μαgιˬόρος ἁλιˬὰς καὶ δὲ dοῦ φεύγει οὔτε γυλλίτσι ποὺ νὰ μὴ dὸ πιˬάκῃ (ἁλιὰς = ἁλιέας, ψαρᾶς) ᾽Ερεικ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/