γυμνασιαρχεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυμνασιαρχεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυμνασιαρχεύω λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυμνασιάρχης.
Σημασιολογία
Ἀντικαθιστῶ τὸν γυμνασιάρχην, ἐκτελῶ χρέη διευθυντοῦ γυμνασίου χωρὶς νὰ ἔχω τὸν βαθμὸν γυμνασιάρχου σύνηθ.: Γυμνασιαρχεύει ὁ ἀρχαιότερος ᾽ς τὴν ὑπηρεσίαν ἀπὸ τοὺς καθηγητὰς τοῦ γυμνασίου. Πβ. γυμνασιαρχῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA