δαμαλάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαμαλάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαμαλάκι τό, σύνηθ. δαμαλάτσιν Χίος δαμαλάτσι Ἀστυπ. Εὔβ. (Κουρ.) Μύκ. κ.ἀ. δαμαλάι Τσακων. (Χαβουτσ.) dαμαάκι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) dαμαλάτσι Ἀπουλ. (Καστριν. Μαρτιν. Στερνατ.) Καλαβρ. (Καρδ.) ταμαλάτσι Ἀπουλ. (Κοριλ. Στερνατ.) δαμαλά᾿ σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. δαμαλάι Χίος dαμαλάι Ἀπουλ. (Καλημ. Μαρτ. κ.ἀ.) ταμαλάι Ἀπουλ. (Μαρτ.) γαμαλάκι Ρόδ. (Σορων.) γαμαλάτι Κῶς κ.ἀ. ᾿αμαλάκι Κάλυμν.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. δαμάλι. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Τὸ νεογνὸν τῆς ἀγελάδος, τὸ μέχρις ἑνὸς ἔτους δαμάλι, συνηθέστερον ἐπὶ θήλεος, σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. Μαρτιν. Στερνατ.) Καλαβρ. (Καρδ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Ἐγέννησε ἡ ᾿γελάδα μας καὶ ἔκαμε ἕνα σερνικὸ δαμαλάκι Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἔναι μικρὸ δαμαλάκι ἀκόμα βυγιαίνει αὐτόθ. Τὸ δαμαλάκι bουρίζ᾿ γιὰ τὴ μάννα του (bουρίζ᾿ = μυκᾶται) Πελοπν. (Γαργαλ.) Γέν-νησεν ἡ ἀΐλ--λιˬά μας κ᾿ ἤκαμεν ἕναν ὄμορφογ-γαμαλάτι Κῶς. Ἡ ἀγελάδα ἐγέννησε δαμαλάκι (ἐννοεῖται θῦλη) Χίος Θές νά βγῇς νά δῇς ἔνα δαμαλάκι; Νάξ. (Ἀπυρανθ.) Νὰ πάρῃς ἡ ἀπάτη σου τὸ δαμαλάτσι τσαὶ νὰ πάῃς ᾿ς τὸ χωριὸ (ἡ ἀπατή σου = ἐσὺ ἡ ἴδια) Ἀστυπ. || Παροιμ. Κάπο͜ιος ἤσφαξε dὴ νύχτα τσὶ ᾿εροdόβουδοι κ᾿ ἐδούλια dὴν ἡμέρα τὰ dαμαάκιˬα (ἐδούλιˬα = ἐφοβεῖτο· ὅτι ἀντιμετωπίζεται εὐκολώτερον ὁ κίνδυνος τοῦ ὁποίου τὴν σοβαρότητα ἀγνοοῦμε) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Διὰ τὴν παροιμ. βλ. παροιμιόθυμ. εἰς δαμάλι 1. || ᾎσμ. Νὰ κοιμᾶται σὰ d᾿ ἀρνάκι, νὰ ξυπνᾷ σὰ δαμαλάκι (δηλ. μεγαλωμένον· ἐκ βαυκαλ.) Ἴος. Συνών. ἀγελαδάκι, δαμαλούδι, μοσχαράκι β) Κρέας νεογνοῦ ἀγελάδος Λειψ. Χίος (Βρόντ. κ.ἀ.): Ἔχω καλὸ δαμαλάκι Χίος γ) Μεταφ., ἄνθρωπος κουτὸς Κίμωλ. κ.ἀ.: Σοῦ ᾿δωσε τὸ χωράφι ποὺ δὲν τρώεται ποτές, ἀφοῦ ᾿σουν δαμαλάκι (ὁ πεθερός σου σοῦ ἔδωσε χωράφι μὴ προσοδοφόρον, διότι ἤσουν κουτὸς) Κίμωλ. Συνών. βλ. εἰς λ. βόιδακας 2, δάμαλας 2β. 2) ἔντομον νυκτόβιον τῆς οἰκογ. τῶν Λεπιδοπτέρων τὸ ὁποῖον κατὰ τὴν λαϊκὴν δοξασίαν προαναγγέλει ἀσθένειαν ἢ καλὰς εἰδήσεις διὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς οἰκίας εἰς τὴν ὁποίαν εἰσέρχεται ἢ ἄφιξιν ἐπισκέπτου ἢ συγγενοῦς Εὔβ. (Κουρ.) Ἰων. (Ἀλάτσατ.) Σῦρ. Χίος (Βροντ. Ἐγρηγόρ.) κ.ἀ. Ἄν ἔρτῃ μέσ᾿ τὸ σπίτισ-σου δαμαλάτσιν τζαὶ πετᾷ ἀπεῶ τσ᾿ ἀπετσεῖ χωρὶς νὰ καθίζ-ζῃ πούετι, εἶσ᾿-σημάιν πὼς θά ᾿ρτῃ πρόσωποσ-᾿ς τὸ σπίτι (ἀπεῶ= ἐδῶ, ἀπετσεῖ= ἐκεῖ, πούετι= πουθενά, σημάιν= σημάδι) Χίος. Ἄχ! εἶντα χαμπάρι θὰ μοῦ ᾿ρτῃ; μαῦρο δαμαλάκι ἦμπε ᾿ς τὸ σπίτι μου! (κατὰ τὴν λαϊκὴν δοξασίαν τὸ μαῦρον ἔντομον φέρει πικρὰς εἰδήσεις, ἐνῶ τὸ κόκκινον εὐχαρίστους) Εὔβ. (Κουρ.) Συνών. βλ. εἰς λ. ἀρρωσταρίδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA