δαμαλάκος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαμαλάκος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
δαμαλάκος ὁ, Πελοπν. (Βερεστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαμάλι καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. – άκος.
Σημασιολογία
Μικρὸν εἰσέτι δαμάλι : Γιˬὰ τσήκω τὰ καπούλιˬα ᾿φτοῦ dοῦ δαμαλάκου νὰ ἰδῇς τί ψάργιˬα πιˬάνει; (=…νὰ ἰδῇς τί προοπτικὲς ἔχει, θὰ γίνῃ εὔρωστος;) ᾿Κεῖνος ὁ δαμαλάκος ὁ κακομοίρης κἄτι λέει, θὰ πάῃ καμμιˬὰ πενηνταργιˬὰ ὀκάδες Συνών. δαμαλέλος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA