γυμναστικὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυμναστικὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυμναστικὴ ἡ, λόγ. κοιν. ᾽υμναστικὴ Κάσ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. γυμναστική.

Σημασιολογία

Ἡ σωματικὴ ἄσκησις, ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ τέχνη τῆς σωματικῆς γυμνάσεως λόγ κοιν.: Ἡ γυμναστικὴ ὠφελεῖ. Γιˬὰ νὰ κάνουν πάντα γυμναστική, ἔχουν καλὸ σῶμα λόγ. κοιν. β) Τὸ μάθημα τῆς γυμναστικῆς κοιν.: Ἡ γυμναστικὴ εἶναι πρωτεῦον μάθημα ᾽ς τὰ γυμνάσια. Αὔριο πρωὶ ἔχουμε γυμναστικὴ λόγ. κοιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/