γυμνοκαράβολας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυμνοκαράβολας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γυμνοκαράβολας ὁ, Ἴος γδυμνοκαλάουρας Κάρπ. (᾽Απέρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυμνὸς καὶ τοῦ οὐσ. καράβολας. Ὁ τύπ. γδυμνοκαλάουρας δι᾽ ἀντιμεταθ. τῶν συμφ. ρ-λ > λ-ρ.

Σημασιολογία

Κοχλίας ἄνευ ὀστράκου, λεῖμαξ: Γυμνοκαραβόλοι περπατοῦνε, νερὸ θὰ φέρῃ (ἡ ἐμφάνισις λειμάκων προμηνύει ἐπικειμένην βροχὴν) Ἴος. Συνών. βεῖλε 2, γαιˬδουροσκλημέος, γκόλιˬαβος Α4, γκόλιˬαρος 4, γκόλιˬος Α4, γυμνοκοχλιˬός, γυμνοσάλιˬαγκας, γυμνοσαλιˬάγκαρος, γυμνοσάλιˬαρος, γυμνοσαλιγκάρι, γυμνοσαλίγκαρος, γυμνοσαρακόχυλας, γυμνοσκλημέος, λικάσιˬονας, λουμάκα, σαλιˬάρης, σκλημέος, σομιˬαλός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/