γλουπαδίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλουπαδίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλουπαδίζω ἐνιαχ. γλουπαδίω Πόντ. (Ἰνέπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλουπάδι.

Σημασιολογία

Ἀφαιρῶ τὸν φλοιὸν, τὸ κέλυφος ἤ τὴν ἐπιδερμίδα: Ἐγλουπαδίσταν τὰ έρ μου. Γλουπαδισμένο δέντρο. Συνών. ξεφλουδίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/