δαμαλερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαμαλερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δαμαλερὸς ἐπίθ. Λεξ. Βάιγ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαμάλι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ερός.

Σημασιολογία

Ἡ λ. εἰς ἔγγραφον Θήρας τοῦ 1741 καὶ εἰς Σομ. Ὁ τοῦ μόσχου: Τὸ δαμαλερὸ κεφάλι - ποδάρι - κρέας Συνών. δαμαλήσιˬος, μοσχαρήσιˬος, μοσχάρικος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/