γλουπίζω (Ι)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλουπίζω (Ι)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλουπίζω (Ι) Θρᾴκ. (Ροδόπ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἀντρεάντ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γλουπίω Πόντ. (Ἰνέπ.) Μεσ. γλουπίομαι Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ.) γλουπίουμαι Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) γλουπίγομαι Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.) γλουπίγουμαι Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.) γλουπίσκομαι Πόντ. (Οἰν.) γλουπίσκουμαι Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) γλουπισκοῦμαι Πόντ. (Τραπ.) Παρατ. ἐγλουπίγουμ᾿νε Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) Ἀόρ. ἐγλουπίγα Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) ἐγλουπία Πόντ. (Κοτύωρ. Σταυρ.) ἐγλουπίστα Πόντ. Μετοχ. γλουπισμένος Πόντ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐκλωπίζω = ἀπογυμνῶ, ἐκδέρω.

Σημασιολογία

1) Ἀπογυμνῶ, τίλλω Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. κ.ἀ.): Φρ. Ἄμον γλουπισμένος πεντικὸς (= ὡσὰν μαδημένος ποντικὸς, ἐπὶ γυμνοῦ κρανίου ἢ προσώπου) Ἀμισ. 2) Μεταφ. α) Ἀποσπῶ ἐπιτηδείως ἢ διὰ τῆς βίας χρήματα ἢ κάτι ἄλλο, ἀποστερῶ ἀπὸ κάποιον κάτι Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.): Γλούπι τὸν θεῖον ἀτ᾿ κ᾿ ἐπῆεν ἐδέθεν Κερασ. β) Ἐκμεταλλεύομαι, ἀδικῶ κάποιον Ποντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἐγλούπι ἀτον (= τὸν ἀδίκησε) Ἴμερ. Συνών. φρ. τὸν ἀδίκησε. 3) Ἀφαιρῶ τὸν φλοιὸν καρποῦ ἤ δένδρου Θρᾴκ. (Ροδόπ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἀντρεάντ. Ἴμερ. Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Γλούπ᾿σον τὰ καρτόφα (= καθάρισε τὶς πατάτες) Ἀντρεάντ. Γλούπ᾿σον τὸ μῆλον καὶ ἀέτσ᾿ φά᾿ το Ὄφ. Ἐγλούπ᾿ σα τ᾿ ἀπίδ᾿ Χαλδ. Ἐγλούπ᾿σα τὸ ξύλον Τραπ. 4) Ἐκδέρω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σταυρ. Χαλδ. κ.ἀ.): Γλουπίζω τὸ πετσὶ (= ἀφαιρῶ τὸ δέρμα) Οἰν. Ἐρούξα κ᾿ ἐγλούπ᾿σα τὸ γόνατο μ᾿ (ἔπεσα καὶ ἐξέγδαρα τὸ γόνατό μου) Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. Γλουπίζω τὸ πρόβατον, τὸ χτῆνον Κερασ. Ἐγλουρπίεν ἡ γεὰ (= ἐγδάρθηκε ἡ πληγή μου) Τραπ. Ἐγλουπίεν τὸ μάγ᾿λο μ᾿ Σταυρ. Ἐγλουπίεν τὸ έρι μ᾿ ἀς σ᾿ ἀχάντα (= ἀγκάθια) Πόντ. 5) Μεταφ., ἐνδύομαι διὰ ρακῶν, οἱονεὶ ἀποβάλλω, στεροῦμαι τῶν συνήθων ἐνδυμάτων Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) || Φρ. Γλουπισμένος ποντικὸς (ἐπὶ ρακενδύτου) Κερασ. Γλουπισμένος (σκωπτικῶς, ὁ ταλαίπωρος, ὁ πολὺ πτωχὸς) Πόντ. (Κερασ. Τραπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/