γλουπίζω (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλουπίζω (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλουπίζω (ΙΙ) ἐνιαχ. χλουπίζω Θήρ. (Οἴα κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλοῦπος.
Σημασιολογία
Καταβροχθίζω, χάφτω ἐνιαχ.: Καλὸς μύλος εἶν᾿ αὐτός, ἀλέθει καὶ κριθάρι, ὅλα τὰ χλουπίζει Οἴα. Ἠχλούπισε ὅλα τὰ λουκάνικα Θήρ. Συνών. γλουπάρω, κλαπακιˬάζω, κλαπουτίζω, χάφτω, χλαπακιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA