γυμνόκολος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυμνόκολος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γυμνόκολος ἐπίθ. ᾽Αθῆν. Πειρ. Πελοπν. (Κορινθ. Μάν.) -Ν. Πολίτ., Παροιμ. 1,210 - Λεξ. Δημητρ. γυμνόκουλους ᾽΄Ηπ. (Κουκούλ.) Ἴμβρ. Μακεδ. γυμνόκολας Πελοπν. (᾽Αχαΐα) γυμνόκουλας Λέσβ. (Μανταμᾶδ. Μόλυβδ. κ.ἀ.) γδυμνόκολος Κύθν. γδυμνόκολας Πελοπν. (᾽Αχαΐα κ.α.) γδυμνόκολες Σκῦρ. γυμνοκόλης Αἴγιν. Θήρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν. Οἴτυλ.) - Λεξ. Δημητρ. γυμνοκόλη Τσακων. γυμνουκό᾽ς Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾽Ακαρναν.) γιˬουμνοκόλης Μέγαρ. γδυμνοκόλης Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Κύθηρ. Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Βούτσ. Γαργαλ. Δίβρ. Οἰν. Τριφυλ.) γδυμνουκό᾽ς Εὔβ. (Ἄκρ.) Σάμ. Θηλ. γυμνοκόα Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γ υ μ ν ὸ ς καὶ τοῦ οὐσ. κ ό λ ο ς.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ φέρων περισκελίδα Τσακων. κ.ἀ.: Ἔα νὰ ντὶ φορέου τὸ βρατί ντι, νὰ μὴ ντ᾽ ἀήνωι γυμνοκόλη (= ἔλα νὰ σοῦ φορέσω τὸ βρακί σου, νὰ μὴ σὲ λένε γυμνοκόλη) Τσακων. β) Ὁ ρακενδύτης, ὁ ἔχων μέλη τοῦ σώματός του γυμνά, ἐπειδὴ φορεῖ ράκη Αἴγιν. Θήρ. Κύθν. Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Πελοπν. (᾽Αχαΐα Λακων. Μάν. Οἴτυλ. Τριφυλ. κ.ἀ.) Τσακων.- Ν. Πολίτ., Παροιμ. 1,219 -Λεξ. Δημητρ.: Τοῦ παρουσιˬάζεται ἕνας λυκοκάντζαρος γδυμνοκόλης Τριφυλ. Ὤ τὸ καμένο τὸ γδυμνοκόλικο, κ᾽ εἶdα θὰ ᾽ενῇ! ᾽Απύρανθ. 2) Ὁ πένης, ὁ ἐνδεὴς ᾽Αθῆν. Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἤπ. (Κουκούλ.) Θήρ.Ἴμβρ. Κύθηρ. Κύθν. Λέσβ. (Μανταμᾶδ. Μόλυβδ.) Μακεδ. Μέγαρ. Μῆλ. Νάξ. ( ᾽Απύρανθ.) Πειρ. Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Βούτσ. Γαργαλ. Δίβρ. Κορινθ. Λακων. Μάν. Οἰν. Τριφυλ.) Σκῦρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾽Ακαρναν.) - Λεξ. Δημητρ.: Τὸν παντρεύτηκε, γιˬατὶ τὸν νόμισε πλούσιο, μ᾽ αὐτὸς ἦταν γυμνόκολος ᾽Αθῆν. Πειρ. Τί τοῦ ζήλεψες, μωρή, ᾽φτούνου τοῦ γδυμνοκόλη καὶ τὸν πῆρες; Γαργαλ. Πῆι κὶ πῆρι αὐτὴν τὴ γδυμνουκόλα, ἀλλὰ νὰ ἰδοῦμ᾽ πῶς θὰ ζήσ᾽ Ἄκρ. Μὰ φτὸ dὸ γδυμνοκόλη θὰ πᾷς νὰ πάρῃς; ᾽Απύρανθ. Εἶδις ἰκεῖ οὑ γυμνόκουλους πόσου προῖκα χαλεύ᾽ (= ζητεῖ); Κουκούλ. ᾽Σ τὰ τελευταῖα ὅμως τὴν ἔπαθε κ᾽ ἐκουκουλώθηκε τὴ γδυμνοκόλα τὴ Γιωργία (εκουκουλώθηκε = ὑπανδρεύθη) Μῆλ. ‖ Παροιμ. Βουγήθιˬα μι, γυμνουκόλα, μὴ γένου σὰν ἰσένα (ἐπὶ τῶν αἰσχροκερδούντων εἰς βάρος τῶν πτωχῶν) Μόλυβδ. ᾽Ακούσαν οἱ γυμνόκολοι ταὶ στρέξαν γιˬὰ μπαμπάτσι (ἐπὶ τῶν ἑπιδιωκόντων τὸ κέρδος) Κορινθ. Νέθε, νέθε, ρόκα μου, | στρίβε, ἀδραχτάκι μου, νὰ μὴν πᾶμε ᾽ς τὸν Ἅγιˬο, | τὸν Ἅγιˬο τὸ γυμνόκολο (ἐπὶ γυναικῶν, ὅτι πρέπει νὰ εἶναι προνοητικαὶ καὶ φίλεργοι) Μάν. Κάμνιτι, γυμνόκουλις, τσ᾽ ἡ Λαbρὴ σᾶς ἔρχιτι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μανταμᾶδ. Συνών. ἀβράκωτος 1, ἀνακολάρης, (εἰς λ. ἀνακολάρις), γυμνοπούτσης ΙΒ γυμνοψώλης 2, ξεβράκωτος. Ἡ λ. καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γδυμνουκό᾽ς Σάμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA