δαμάλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαμάλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαμάλι τό, δαμάλιν Ἰκαρ. (Βρακᾶδ.) Κύπρ. (Κυθρ. Μένοικ. κ.ἀ.) Πόντ. (Νικόπ. κ.ἀ.) δαμάλι κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Ροχούδ.) Τσακων. δαμά᾿ βόρ. ἰδιωμ. dαμάλι Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Κοριλ. Μαρτ. Μαρτιν. Στερνατ. Τσολλῖν.) Καλαβρ. (Γαλλικ.) ταμάλι Ἀπουλ. (Καστριν. Κοριλ.) γαμάλιν. Κύπρ. γαμάλι Κάλυμν. Κύπρ. (Ἔξω Μετόχ. κ.ἀ.) Κῶς (Ἀντιμάχ. Καρδάμ.) Νίσυρ. Ρόδ. Χάλκ. κ.ἀ. ᾿αμάλιν Κύπρ. ᾿αμάλι Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) Κάσ. Σκῦρ. δομά᾿ Θρᾴκ. (Ἀκαλάν.) Πληθ. dαμάγ-γιˬα Ἀπουλ. (Μαρτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἐλληνιστ. οὐσ. δαμάλιον. Ὁ τύπ. δαμάλιν καὶ εἰς Βουστρών. (ἔκδ. Κ. Σάθα, Μεσν. Βιβλ. 2, 459) «Ἀφέντη ὁ ρὲ Λοῆς ἐπεθύμησε νὰ φάγῃ δαμάλιν». Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Μόσχος ἢ δάμαλις ἑνὸς μέχρι δύο ἐτῶν, ποὺ δὲν ἔχει εἰσέτι ὑποβληθῇ εἰς ἀγροτικὰς ἐργασίας κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Κοριλ. Μαρτ. Μαρτιν. Στερνατ. Τσολλῖν.) Καλαβρ. (Βουνὶ Γαλλικ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Ροχούδ.): Ἀγόρασα μιˬὰν ἀγελάδα μὲ τὸ δαμάλι της. Μπερδεύτηκε τὸ δαμάλι ᾿ς τὸ σχοινὶ καὶ πνίγηκε κοιν. Φεύγα, μωρέ, ᾿φτοῦ χάμου μὴ gάμῃ ἔτσι καὶ σὲ τσικήσῃ ᾿φτοῦ dὸ δαμάλι (τσικήσῃ==κουτουλήσῃ) Πελοπν. (Βερεστ.) ᾿Φτοῦ dὸ δαμάλι θέλει σκότωμα, οὕλο ᾿ς τὸ παγνὶ τ᾿ ἀλόγου πάει καὶ τρώει αὐτόθ. Αὐτὸ τὸ δαμάλι δὲν πιˬάνεται ᾿ς τὴ ζεύλα (= δὲν τιθασεύεται, ὥστε νὰ ὑποστῇ ζυγὸν) Πελοπν. (Κερπιν.) Μοῦ ᾿μεινε ἀgάστρουτη ἡ ᾿γελάδα ὀφέτου καὶ θὰ μοῦ πᾶνε τζάbα τόσα χόρτα χωρὶς δαμάλι Πελοπν. (Λάγ.) Ἄφηκα τὴ ᾿γελάδα μὲ τὸ δαμάλι ἀπονύχτερη καὶ σκιˬάζομαι νὰ μὴ bᾶσι οἱ λύκοι καὶ μοῦ τὸ φᾶσι (ἀπονύχτερη== ἐκτὸς μάνδρας κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς νυκτὸς) αὐτόθ. Θ᾿ ἀγοράσω δύο-τρία δαμάλιˬα νὰ dὰ θρέψω μὲ τὰ χορτάριˬα ποὺ ἔχω Πελοπν. (Γέρμ.) Τό ᾿χω ἀκαμάτευτο τὸ δαμάλι μου (ἀκαμάτευτο = μὴ τεθὲν εἰσέτι ὑπὸ ζυγὸν) Πελοπν. (Μεσσην.) Ὁ ἅγιˬος-Μόδεστος ἔφτασε καὶ πῆρε τὸ δαμάλι ἀπ᾿ τὸ στόμα τοῦ λύκου (ἐκ διηγὴσ.) Πελοπν. (Κλειτορ.) Ἐπούλησα ἓνα δαμάλι κιˬ ἀγόρασα ἕνα πουλάρι Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ.) Τοῦτο τὸ δαμάλι τοῦ ἔλειξε τὰ μαλλία τσαὶ βγῆτσε ἡ βοιδολειχιˬὰ ᾿ς τὸ κεφάλι του (βοιδολειχιὰ = τὸ μέρος τῆς κόμης τὸ φερόμενον ἀπὸ τοῦ μετώπου πρὸς τὰ ἄνω) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Τὸ δαμάλι ἀκολούθησε τὴ ᾿γελάδα ποὺ κούτσυσε ( = ἔφυγε μεθ᾿ ὁρμῆς) αὐτόθ. Ἔκοψε ὁ bαλοκόλης ἕνα γλυκοκολότσυθο σὰ δαμάλι (δηλ. πολὺ μεγάλο) αὐτόθ. Ἀγόρασα ἕνα καλὸ δαμά᾿, ἀλλὰ θέλου νὰ dὸ μ᾿νουχίσου κὶ νὰ dὸ πιδέψου (= νὰ τὸ εὐνουχίσω καὶ νὰ τὸ ἐκπαιδεὺσω, ὥστε νὰ εἶναι ἱκανὸν διὰ τὰς ἀγροτικἀς ἐργασίας) Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἀπαίδιφτου τό ᾿χιτι ᾿κόμα τοὺ δαμά᾿ Εὔβ. (Στρόπον.) Δαμάλι λέμε τὸ γεννησάρικο βόιδι (γεννησάρικο = ἀρτιγέννητο) Ζάκ. (Λιθακ.) Πέταξε τοῦ δαμαλιˬοῦ ἕνα βαdάκι χόρτα (βαdάκι = δέμα) Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Ὁ bάρbα Βασί᾿ς εἶχε ᾿ς τὸ κοπάδ᾿ του κατ᾿ ἀρνομου᾿ν᾿χα σὰ δαμάλιˬα (ἀρνομούν᾿χα = κριοὺς εὐνουχισμένους) Λευκ. (Φτερν.) ᾿Γέ᾿ σὰν καλογερικὸ δαμά᾿ (= πάχυνε πολὺ) Εὔβ. (Βρύσ.) Τοὺ δαμά᾿ πιρδικλώθ᾿κι μὶ τ᾿ν τριχιˬά τ᾿ Ἤπ. (Βίτσ.) Μαθαίνου τοὺ δαμά᾿, τώρα τὄδουσα τ᾿ ζιβγίτ᾿ Θεσσ. (Ἀετόλοφ.) Βρίσκου ᾿να δαμά᾿ μὶ ξύλα (= κέρατα) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Αὐτὸς οὑ παππᾶς ἔ᾿ ἕνα σβέρκου σὰ δαμά᾿ (δηλ. χοντρὸ σβέρκο) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Κακοχράχῃ αὐτὸ τὸ δαμάλι! (= κακὸ χρόνο νὰ ἔχῃ αὐτὸ τὸ δαμάλι!) Πάρ. (Νάουσ.) Πρώτης ποιότης εἶ᾿ dὸ δαμάλι σας, μάτι μὴ dὸ πιˬάσῃ! Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μο͜ιάζεις ἐδὰ κ᾿ ἐσὺ ἐκεινοῦ bού ᾿σφαζε dὴ νύχτα τσὶ ᾿εροdόβουδοι κ᾿ ἐδούλε͜ια dὴν ἡμέρα τά δαμάλιˬα ( = μοιάζεις μὲ αὐτὸν ὁ ὁποῖος τὴ νύχτα ἔσφαζε γέρικα βόδια, γιατὶ δὲν ἔβλεπε ὥστε νὰ δειλιάσῃ, ἐνῶ την ἡμέρα ἐφοβεῖτο τὰ δαμάλια τὰ ὁποῖα εἶναι πιὸ ἀκίνδυνα) (ἐκ παροιμιομὺθ.) αὐτόθ. Βλ. καὶ παροιμ. εἰς λ. δαμαλάκι 1. Ἔφυεν τὸ δαμάλιν ᾿ποὺ κοντά ᾿ς τὴν κατέλ-λαν ταὶ ἐπῆεν μέσ᾿ ᾿ς τὸ τριφύλ-λιν (κατέλ-λαν = ἀγελάδα) Κὺπρ. Κόρη εἶναι τὸ δαμάλισ-σας γιˬὰ γιˬός; (= θηλυκὸ εἶναι ἢ ἀρσενικὸ τὸ μοσχάρι σας;) Τῆλ. Ἐπούλησεν dὴν ἀιλ-λὰν τζαὶ κράτησεν dὸ γαμάλιν Κῶς Ἐν ἠμπορῶ νὰ τὸ κουμπερτάρω τὸ ᾿αμάλι (= δὲν ἠμπορῶ νὰ τὸ συγκρατήσω) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Τὸ θηλυκὸ βόιδι λέγεται ἀιλ-λιˬὰ καὶ τὸ μικρό της γαμάλι Ρόδ. Ἑ ἀλεάτα ἐκάν-νει τὸ dαμάλι ᾿ὴν dαμαλίdα (ἡ ἀγελάδα κάμνει τὸ δαμάλι, τὴν δαμαλίδα) Καστριν. ᾿Νὰ δ-δαμάλι χρονέο (= ἕνα χρονιάρικο δαμάλι) Μποβ. Ἂ dζοgουάρι dαμάγ-για (ἕνα ζευγάρι δαμάλια) Μαρτ. Ἂ dαμάdζου τ-τὰ dαμάγ-για ᾿κεῖα ποὺ ᾿λαdρέουνε (τὰ δαμάζουν τὰ δαμάλια, ἐκεῖνα ποὺ ὀργώνουν) αὐτόθ. Φέρετε ᾿ὸ ταμάλι πλέο π-παχέο, σ-σάσ-σετε ᾿ο καὶ άν-νομε φ-φέστα (φέρετε τὸ πιὸ παχὺ δαμάλι, σφάξετέ το καὶ θὰ κάμωμε γιορτὴ) Καστριν. || Φρ. Θὰ χουθῇ τριχρόνικο δαμάλι ᾿ς τὸ αἷμα (ἐπὶ μεγάλης σφαγῆς) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἡ φρ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Θὰ γένουμι δαμάλιˬα (θὰ μεθύσουμε) Ἤπ. (Δωδών.) || Παροιμ. φρ. Τὰ ἴδια τὰ ᾿αμάλια μας (ἐπὶ παρομοίων περιπτώσεων) Κάρπ. || Παροιμ. Τοῦ ᾿αμαλιˬοῦ τὸ βέρβελ-λd ο γλήορα ξεραίνεται (ὁ μὴ ἔχων ἐπαρκεῖς πόρους ταχέως ἐξαντλεῖται) Κάρπ. Ὅλα τὰ dαμάγ-γιˬα στραβὰ ἔρκουτ-ται ἀτ - τὴν ἀγελάτα στραβὴ (ἐπὶ τῶν ἀνισχὺρων, τῶν ἀδίκως κατηγορουμένων ὡς ὑπευθύνων διὰ τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων) Μαρτ. Γ-ούλ-λα τὰ στραβὰ γαμάλιˬα τῆς στραῆς ᾿ζελάας εἶναι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κάλυμν. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Συνών. παροιμ. Ὅλα τὰ στραβὰ κουλλούριˬα ἡ νύφη μας τὰ κάνει. Μιˬὰ ᾿γελάδα ἔκαμε ἐννιˬὰ δαμάλιˬα καὶ ᾿ς τὸ ζυγὸ ψόφησε (ἐπὶ ἐλλείψεως στοργῆς ἐκ μέρους τῶν τέκνων πρὸς τοὺς γονεῖς) Πελοπν. (Πραστ.) Συνὼν. παροιμ. φρ. Ἕνας γονιˬὸς τρέφει δέκα παιδιˬά, δέκα παιδιˬὰ δὲν τρέφουν ἕνα γονιό. Ἐχορεύαν τὰ ᾿αμάλιˬα κιˬ | ὁ γεροντοβοῦς ᾿ς τὴ μέση (ἐπὶ τῶν ἀναμειγνυομένων εἰς πράξεις ἀναρμόστους πρὸς τὴν ἡλικίαν των) Σκῦρ. Ἡ παροιμ. κ.ἀ. Ἂν σοῦ χαρίζουν δαμάλι, δένε το ἀπὸ τὸ λαιμό, ἂν σοῦ χαρίζουν δαχτυλίδι, ἅπλωνε τὸ δάχτυλο (ἐπὶ τῆς κατάλληλον χρησιμοποιήσεως τοῦ προσφερομένου) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2 19, 246. Τοῦ δαμαλιˬοῦ ἡ βουνιˬά, μὲ τὸ φεgάρι φρύγεται (ὅτι οἱ ἀσήμαντοι λόγοι ἢ πράξεις λησμονοῦνται) Κεφαλλ. Ὅσο νὰ γέ᾿ τοὺ δαμά᾿, τὰ τεdώ᾿ οὑ νοικουκύρ᾿ς (ἐπὶ τοῦ ἀδιαφόρου καὶ ὀκνηροῦ) Ἤπ. (Ἀρτοπ.), Συνών. παροιμ. Ὅ σ᾿ ὁ νοῦς μου ᾿ς τὸ ζευγάρι | τόσο προκοπὴ ᾿ς τὰ βόιδιˬα. || Γνωμ. Μάρτης γδάρτης καὶ παλουκοκαύτης, τὰ παλιˬόβοιδα τὰ γδέρνει | τὰ δαμάλιˬα τὰ μαθαίνει (ὁ μὴν Μάρτιος ἕνεκα τῶν ἀπροσδοκήτων καὶ ἀποτόμων μεταβολῶν του πρὸς τὸ δριμὺ ψῦχος ζημιώνει πάντοτε) Πελοπν. (Κόκκιν. Λάστ. κ.ἀ.). Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Ἀρνίν, ταὶ ᾿ρίφιν δίμερον, | γουρούνιν δεκαήμερον, γαμάλιν σαραντάμερουν (περὶ ὁριακῆς ἀρχῆς διὰ τὴν καταλληλότητα τῶν πρὸς σφαγὴν ζώων) Κύπρ. Ἁδρὸν πουλάριν ταὶ ψιντρὸν δαμάλιν (ψιντρὸς = λεπτός, ἀδύνατος· ἂν τὸ γαϊδουράκι μόλις γεννηθῇ εἶναι χοντρὸ καὶ τὸ μοσχαράκι λιγνό, αὐτὸ θεωρεῖται χαρακτηριστικὸν ὑγιοῦς ζώου) αὐτόθ. Ὁ ὕπνος θρέφει τὸ παιδὶ κιˬ ὁ ἥλιˬος τὸ δαμάλι καὶ τὸ καμένο τὸ κρασὶ θρέφει τὸ παλληκάρι Μῆλ. Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ὁ ὕπνος τρέφει τὸ παιδὶ κιˬ ὁ ἥλιˬος τὸ μοσκάρι καὶ τὸ κρασὶ τὸ γέροντα τὸν κάνει παλληκάρι Συνών. μὲ τὸ προηγοὺμ. πολλαχ. || Αἰνίγμ. Καταμούντζουρο δαμάλι | τὰ πουρνάριˬα ροκανάει (ὁ φοῦρνος) Πελοπν. (Κόκκιν. Παπποὺλ. κ.ἀ.) Δαμά᾿ μαυρουμούστακου | παλιούριˬα καταπί᾿ (ταυτόσ. μὲ τὸ προηγοὺμ.) Μακεδ. (Μοσχοπόταμ.) Τὸ αἴνιγμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Δυˬὸ δαμάλιˬα πάλιβαν, | ἄσπρου χῶμα ἔβγαναν (οἱ μυλόπετρες) Μακεδ. (Δεσκάτ.) Τὸ αἴνιγμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. || ᾌσμ. Θὰ σφάξω μάνdρα πρόα-τα ταὶ μάνdρα τὰ δαμάλ-λιˬα, τσ᾿ ἡ θάλασ-σα γλυκὸν gρασίν, νὰ πιˬοῦν dὰ παλ-λdηκάρκιˬα Ρόδ. (Ἀφάντ.) Τὰ χιˬόνιˬα ἀλεύριˬα θὰ γενοῦν καὶ τὰ βουνὰ δαμάλιˬα κ᾿ ἡ θάλασσα γλυκὸ κρασί, νὰ πιˬοῦν τά παλληκάριˬα Κρητ. Δημητράκ᾿ Ἀλεξαdρῆ, | πού ᾿χεις τὴν τρέμουλα ᾿ς τ᾿ ἀφτὶ καὶ τὸ κουdούνι ᾿ς τὸ λαιμὸ | κ᾿ ἤσουν δαμάλ᾿ ἀκόπανο (= ἀτίθασον, θυμοειδές· ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Μάν.) Τραβᾶτε ν-ἀλαφάκιˬα μου κ᾿ ἰσεῖς καλὰ δαμάλιˬα Μακεδ. (Κοζ.) Χέλω λίρες ἑκατὸν | ταί κουέλ-λες τρανταδκυˬὸ ταὶ κατέλ-λαν ταὶ γαμάλιν | ταὶ γαούριν ταὶ πουλάριν (κουέλ-λες = πρόβατα, κασέλ-λαν = ἀγελάδα) Κύπρ. Κούκου μυῖγα, κούκου dάλιˬα, | νὰ κοτσύσουν τὰ δαμάλιˬα, τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα | καὶ τοῦ χρόνου τὰ μοσχάριˬα (ἐξ ἀγερμοῦ Χριστουγένν.) Πελοπν. (Πάνιτσ.) Πεντεκόσιˬα τούμενα καὶ dυˬὸ νὰ κάμῃ νἄρτε, ποὺ τὸ dζεgουάρι ἔχει bίαβα νὰ τοῦ βάλῃ ᾿νὰμ ιˬdιβεντὲ dαμάλι (τούμενα = μέτρον χωρητικότητος, dζεgουάρι = ζευγάρι βοῶν, bίαβα = βρώμη, ᾿νὰμ = ἕνα, βίdι = βόδι, βέκ-κιˬο = γέρικο, dιβεντὲ = γίνεται, καταντάει· ἐξ ἀγερμοῦ) Ἀπουλ. Κοριλ.) Τσὰ τ-τὴν ἀτσουμάα τὸ ᾿αμάλι της, γλείφω τσ᾿ ἀνεγλείφω τὸ παιάτσι μου, τὸ τριφταρμισμένο, τὸ ξεφταρμισμένο (σὰν τὴν ἀγελάδα τὸ δαμάλι τὴς, γλείφω καὶ ξαναγλείφω τὸ παιδάκι μου, τὸ ματιασμένο τρεῖς φορές, τὸ ξεματιασμένο· ἐξ ἐπῳδ.) Κάρπ. Ἤμουν παίδκιˬος τ᾿ ἀντιπαίδκιˬος | τ᾿ ἔγλεπα βούθκιˬα ταὶ δαμάλιˬα ταὶ τ᾿ ἅι-Γιˬωρκοῦ βουδάλιˬα (ἕγλεπα = ἐπιτηροῦσα, βουδάλιˬα = βουβάλια· ἐξ ἐπῳδ.) Κύπρ. || Ποίημ. – Ἕνα μαχαιροβγάλτη τοῦ Φλώρου τ᾿ ἀγριόπαιδο, τὸ βραχοκαταλύτη, ποὺ μ᾿ ἕνα γρόθο ἐσκότωσε τριέτικο δαμάλι αὐτὸν τὸν Λάμπρο θέλεις; Α. Βαλαωρ., Ἔργα 3, 369, Συνών. ἀγελαδάκι, βιδέλο, διὰ τὸ ὁπ. βλ. βιδέλλο 1, μοσχαράκι, μοσχάρι, ταυρί. β) Συνεκδ., σφαγὴ μόσχου Κύπρ.: Ἂν ἴχως τσ᾿ ἐδυνάστην τον, ἔν κάλλιˬον παλληκάριν, κάλλιˬον του παίζει τὸ σπαθίν, κάλλιˬον του τὸ κοντάριν, τὸ γαῖμαν τοῦ Σαρατσηνοῦ ἐτύλησεν δαμάλιν (ὡς σφαζόμενον δαμάλι). γ) Τὸ κρέας νεαροῦ μόσχου Λεξ. Δημητρ.: Συνών. βιδέλο, διὰ τὸ ὁπ. βλ. βιδέλλο 2. 2) Ἄρρην μόσχος Ἁλόνν. Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἡράκλ. Θεσσ. (Δομοκ.) Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Καλαβρ. (Γαλλικ.) Μακεδ. (Βόιον Βροντ. Δεσκάτ. Καστορ. Πόρ.) Πέλοπν. (Γέρμ.) Σκόπ. Στερελλ. (Ἀχυρ. Λεπεν.) Τῆν. (Πύργ.) κ.ἀ.: Μ᾿νουχίζου τοὺ δαμά᾿ Πύργ. Τοὺ δαμά᾿ δὲν εἶν᾿ μ᾿νού᾿ (= εὐνουχισμένο) Βροντ. Τὸ δαμάλι τ᾿ ἀν-νουχίdζομε (= τὸ εὐνουχίζομε) Γαλλικ. β) Μόσχος εὐνουχισθεὶς ἤδη Μακεδ. (Ρυάκ.) Τσαγων. 3) Δάμαλις Θεσσ (Βαμβακ.) Θρᾴκ. Κρήτ. (Κίσ.) Κύπρ. (Ἔξω Μετόχ. κ.ἀ.) Λῆμν. Μακεδ. (Ἄσσηρ. Δοξᾶτ. Καστορ. Κολινδρ. Πρέσπ.) Πελοπν. (Βραχν.) Πόντ. (Νικόπ. κ.ἀ.) Σίφν. Χίος 4) Ἡ δάμαλις μέχρι τοῦ τρίτου καὶ ἐνίοτε τετάρτου ἔτους τῆς ἡλικίας της Ἀθῆν. (παλαιότ.) Ἁλόνν. Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Πλατανοῦσ.) Θεσσ. (Ἀργιθ.) Ἰκαρ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Κύπρ. Λῆμν. Μακεδ. (Δεσπότ. Καστορ. Καταφύγ. Κοζ. Σισάν.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάτμ. Πελοπν. (Βραχν. Μεσσὴν.) Πόντ. (Νικόπ.) Σάμ. Σίφν. Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Τῆν. (Πύργ.) Χίος: Πῆραν δυˬὸ δαμάλιˬα τριότ᾿κα μὶ σιδιρένιˬουν ζ᾿γὸ κὶ ἀλέτρ᾿ (τριότ᾿κα = τριῶν ἐτῶν) Κοζ. || ᾎσμ. Ἰκεῖ ποὺ πάει κ᾿ ἔζιψι τριοῦ χρονοῦ δαμάλι, ἔσπιρνι κὶ ξέσπιρνι τρία πινάκιˬα σ᾿τάρι Δεσπότ. 5) Ὁ ἐπιβὴτωρ βοῦς, ταῦρος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Βρύσ. Κάρυστ. Πλατανιστ.) Ἤπ. (Δωδών. Κόκκιν. Πράμαντ. Ραδοβύζ.) Θεσσ. (Ἀργιθ. Βαμβακ.) Μακεδ. (Βογατσ. Βροντ. Γαλατ.) Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Περιθώρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Βόνιτσ. Φθιῶτ.) - Λεξ. Περίδ. Βυζ.: Τοὺ βακούφ᾿κου δαμά᾿ εἶχι τοὺ δικαίουμα νὰ βουσκάῃ σ᾿ ὅλα τὰ στάριˬα· δουριὰν τραοῦσαν τὶς ᾿γιλάδις σ᾿ αὐτὸ (τραοῦσαν = ὡδηγοῦσαν πρὸς συνουσίαν) Βαμβακ. Σέρν᾿ ἡ ᾿γιλάδα μας, θέ᾿ τοὺ δαμά᾿ τοὺ βαρβᾶτου Γαλατ. Θὰ πάω τὴ ᾿γελάδα μου ᾿ς τὸ δαμάλι Κάρυστ. Πλατανιστ. Δὲ βρίκου κάνα δαμά᾿ νὰ b᾿δή᾿ τ᾿ ᾿γιλάδα Δωδών. Νὰ πᾶς τσ᾿ Μισουργούι πὄιχει οὑ Κώστα Παππᾶς ἕνα καλὸ δαμά᾿ νὰ σύρ᾿ τ᾿ ᾿γελάδα μας (σύρ᾿ = βατεύσῃ) Πράμαντ. 6) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀνόητος, βλὰξ Θήρ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Δαμαρ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν. Κόρινθ. Τριφυλ.) Σίφν. Στερελλ. (Ἀράχ.): κ.ἀ. Δὲν κατάλαβες ἀκόμη, ρὲ δαμάλι, τί σοῦ λέει ὁ μπάρμπας σου; Τριφυλ. Ἔχω ἕνα ψυχογιˬὸ ποὺ εἶναι δαμάλι αὐτόθ. Σουστὸ δαμάλι ἔναι, δὲ gαταλαβαίνει τίποτα Κίτ. Μάν. Πᾶψε, δαμάλι! (= πᾶψε βλᾶκα !) Ἀραχ. Συνων. Πᾶψε, βόδι! Σωστὸ δαμάλι εἴναι αὐτόθ. Αὐτὸς εἶναι δαμάλι Κρήτ. Ὤ τὸ δαμάλι! (Ὤ τὸν βλᾶκα!) Ἀπύρανθ. || Φρ. Δαμάλι τοῦ κρίνου Θήρ. Συνών. βόιδι 1β, βουβάλι Β2. β) Εὔρωστος νέος Στερελλ. (Ἀχυρ.): Ἔ᾿ς καλὸ δαμά᾿, Νίκου! (ὑψηλὸ καὶ γερὸ παιδί!). 7) Δαμαλάκι 2, τὸ ὁπ. βλ., Χίος - Λεξ. Βάιγ. Κορ., Ἄτ. 4, 218. Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ. Συνών. βλ. εἰς λ. ἀρρωσταρίδα. Ἡ λ. ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Δαμάλι Ἄνδρ. (Κόρθ.) καὶ ὑπὸ τοὺς τύπ. Γαμάλι Νίσυρ. ᾿Σ τὰ Δαμάλιˬα Πάρ. Ἅις-Γιˬάννης ᾿ς τὰ Δαμάλιˬα Πάρ. Ἅι-Γιˬώργης ᾿ς τὰ Δαμάλιˬα Πάρ. (Λεῦκ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/