γυμνοκοχλιˬὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυμνοκοχλιˬὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γυμνοκοχλιˬός ὁ, ἐνιαχ. γυμνουχουχλιˬὸς Θράκ. (Αἶν.) γδυμνοχοχλιˬὸς Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. Βιάν. Νεάπ. Ρέθυμν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Μονεμβασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἑπιθ. γυμνὸς καὶ τοῦ οὐσ. κοχλιˬός.

Σημασιολογία

Ὁ ἄνευ ὀστράκου κοχλίας, ὁ λεῖμαξ ἔνθ᾽ ἀν.: Μὲ τ᾽ς ἀνάδοσες ἐγέμισε ὁ κόσμος γδυμνοχοχλιˬοὺς (ἀνάδοση = ὑγρασία) Κρήτ. ᾽Απόει ᾽χει καὶ γιˬὰ κε͜ιονά σύρνουd᾽ οἱ γδυμνοχοχλιˬοὶ ( ἀπόει = ἀπόγειο, μεγάλη ὑγρασία) Ἅγιος Γεώργ. Συνών. βλ. εἰς λ. γυμνοκαράβολας. β) Μεταφ., ὁ γυμνὸς ἄνθρωπος Κρήτ. Συνών. γυμνοκόλης 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/