γυμνοπόδαρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυμνοπόδαρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γυμνοπόδαρος ἐπίθ. σύνηθ. γδυμνοπόδαρος Πελοπν. (Γαργαλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυμνὸς καὶ τοῦ οὐσ. ποδάρι. Ὁ τύπ. γυμνοπόδαρος καὶ εἰς Σομ. εἰς λ. γυμνοπόδης.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων τοὺς πόδας γυμνούς, ὁ ἀνυπόδητος σύνηθ.: Ἕνα ἀγώρι ὥς δέκα ἑφτὰ χρονῶν, ὄμορφο, γυμνοπόδαρο, στεκόταν πίσω ἀπὸ τὸ τοιχάκι μὲ τὰ χέριˬα ᾽ς τὶς τσέπες καὶ κοίταζε κατὰ τὴ θάλασσα Ι. Δραγούμ., Σαμοθρ 7. ‖ Ποίημ. Καβαλλάρης γυμνοπόδαρος μαύρης μούλας πεισματάρας, μόνος, μάντευα τὸ εἶναι μου Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ2., 231. Πβ. γυμνοπόδης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA