γλυκαγκαλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκαγκαλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκαγκαλιˬάζω πολλαχ. γλυκαγκαλιˬάζου Μακεδ. (Θεσσαλον. κ.ἀ.) γλυκογκαλ-λιˬάζ-ζω Κάλυμν. Κῶς Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. γλυκοαγκαλιˬάζω Βύρ. 2, 437 γλυκοαγκαλ-λιˬάζ-ζω Κάλυμν. Κῶς Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ἀγκαλιˬάζω.

Σημασιολογία

Ἐναγκαλίζομαι μὲ γλυκύτητα, περιπάθειαν ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Στύβτει, γλυκογκαλ-λιˬάζ-ζει τον, στύβτει, γλυκοφιλᾷ τον Κῶς Ρόδ. Χύν-νει, γλυκαγκαλιˬάζει την, γλυκὰ σφιχτοφιλᾷ την Σύμ. Νὰ γλυκαγκαλιˬάσω τ᾿ ἄσπρο σου κορμὶ καὶ νὰ σὲ χορτάσω μὲ γλυκὸ φιλὶ Ἤπ. Ἄχ, ἔλα, ψυχή μου, νὰ γλυκαγκαλιˬάσω τὰ θεῖα σου στήθη ποὺ μοσχοβολοῦν Φ. Πανᾶς, ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/