δαμαλοκράτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαμαλοκράτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
δαμαλοκράτης ὁ, Δ. Λουκοπ., Γεωργ., 88 δαμαλουκράτ᾿ς Στερελλ. (Ξηρόμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαμάλι καὶ κράτης < κρατῶ. Πβ. βοιˬδοκράτης.
Σημασιολογία
Ὁ εἰθισμένος εἰς τὴν ἄροσιν βοῦς, ὁ συγκρατῶν μετ᾿ αὐτοῦ πρὸς ἐθισμὸν συζευγνύμενον νεαρὸν βοῦν ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀπ᾿ τὴ μιˬὰ μεριˬὰ τοῦ ζυγοῦ τὸ μαθημένο βόιδι, ὁ δαμαλοκράτης, κι ἀπ᾿ τὴν ἄλλη τὸ ἄμαθο δαμάλι Δ. Λουκόπ., ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA