γυμνοσαλίγκαρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυμνοσαλίγκαρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυμνοσαλίγκαρος ὁ, Πελοπν. (᾽Αχαΐα Βραχν. Καλαβρυτ. Λακων.) γυμνοσαλίgαρος Πελοπν. (Οἴτυλ.) γυμνουσαλίγκαρους Ἁλόνν. Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Λεβάδ.) γδυμνοσαλίγκαρος Πελοπν. (᾽Ανδρίτσ. ᾽Αρκαδ. Γαργαλ. Κόκκιν. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παππούλ. Ποταμ. κ.ἀ.)-Π. Γενναδ., Γεωργ. γλωσσ., 13 γδυμνοσαλίγκαρας Πελοπν. δυμοσφαλίγκαρος Πελοπν. (Βαλτεσιν.) Οὐδ. γυμνοσαλίγκαρου Στερελλ. (Χαιρών.) δυμοσφαλίγκαρο Πελοπν. (Βαλτεσιν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυμνὸς καὶ τοῦ οὐσ. σαλίγκαρος.
Σημασιολογία
Γυμνοσάλιˬαγκας, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔσπειρ᾽ ἀντίδι καὶ μόλις φύτρωσε μοῦ τὸ φάγανε οἱ γδυμνοσαλίγκαροι Πελοπν. (Γαργαλ.) Συνών. εἰς λ. γυμνοσάλιˬαγκας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA