γυμνοσκλημέος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυμνοσκλημέος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γυμνοσκλημέος ὁ, Πελοπν.(᾽Αρεόπ. Λακων. Λεῦκτρ.) υμνοσκλημέος Πελοπν. (Γέρμ.) γυμνοσγλημέος Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυμνὸς καὶ τοῦ οὐσ. σκλημέος.

Σημασιολογία

Γυμνοσάλιˬαγκας, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν : Παροιμ. Ὁ γυμνοσκλημέος τὴ νύχτα περπατεῖ καὶ τὴν ἡμέρα δείχνει ἡ σουρμά του Πελοπν. (Γέρμ. Μάν.) Συνών. εἰς λ. γυμνοσάλιˬαγκας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/