δαμασκὶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαμασκὶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δαμασκὶς ἐπίθ. Λεξ. Μπριγκ. εἰς λ. δαμασκὺς Οὐδ. διμισκὶν Πόντ. (Τραπ.) διμισκὶ πολλαχ. διμιστὶ Ρόδ. κ.ἀ. διμισὶ Εὔβ. (Κύμ.) διμιτσὶν Ἀστυπ. ντιμισκὶ Ἤπ. - Γ. Μακρυγ., Ἀπομν., 2,46 Α. Οἰκονομίδ., Τραγούδ. Ὁλύμπ., 32 ντιμεσκὶ A. Passow, Popular. Carm., 155 τιμισκὶ Λέσβ. ᾿ιμισκὶ Κάρπ. ἰμισχὶ Κάρπ. δεμεστὶ Ρόδ. διμιστιˬὸ Τῆλ. δαμασκὶ πολλαχ. νταμασκὶ Ἤπ. Θεσσ. δαμισκὶ Ἤπ. (Κόνιτσ.) - Κ. Κρυστάλλ, Ἔργα, 2, 124.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἀραβ. dimiski (βλ. Λεξ. Χλωροῦ, 791), παρὰ τὸ ὁπ. τὸ Τουρκ. dimiṣki. Οἱ ἀρχόμενοι ἀπὸ δα- τύποι κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ κυρίου ὀνόμ. Δαμασκός. Ὁ τύπ. διμισκὶ καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐν Δαμασκῷ κατεσκευασμένος, κυρίως ἐπὶ ξιφῶν ἐξ εἰδικοῦ χάλυβος ὅλως ἰδιαιτέρας ἀντοχῆς καὶ ἐλαστικότητος, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ μαχαιρῶν, ὅπλων ἄλλων χαλυβδίνων ἐργαλείων καὶ μεταξίνων πεποικιλμένων ὑφασμάτων, ἀρίστης ποιότητος, κατεσκευασμένων κατὰ τὰ ἐν Δαμασκῷ πρότυπα κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Δαμασκὶ σπαθὶ - μαχαίρι - ὕφασμα κοιν. Εἶχι οὑ πάππους μ᾿ ἕνα δαμασκὶ σπαθὶ Ἤπ. (Κουκούλ.) Τὸ ντουφέκι μ᾿ τὸ δαμασκὶ Μακεδ. Δερπάνι δαμισκὶ Ἤπ. (Κόνιτσ.) - Κιˬ ὄντως ντιμισκὶ σπαθὶ πολυτίμητο ἦταν Γ. Μακρυγ., ἔνθ᾿ ἀν. Δαμισκὶ σπαθὶ κρεμόνταν μὲ χρυσᾶ λουριˬὰ ἀπὸ τὴ ζώνη του κατὰ τὸ ζερβὸ πλευρὸ Κ. Κρυστάλλ., ἔνθ᾿ ἀν. || ᾌσμ. Πᾶρε τὸ διμισκὶ σπαθὶ καὶ κάμε το δικό σου κιˬ ὡς θέλεις τόνε παίδεψε τὸν ἀγαπητικό σου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σαΐτες, μὴ λιεύγετε, καρδιˬά μου, μὴ φοβᾶσαι καὶ σύ, σπαθί μου διμισκί, κόβγε καὶ μὴ λυπᾶσαι αὐτόθ. Βάστα, μαῦρε μου, δυνατὰ καὶ πίσω μὴ γυρίσῃς καὶ σύ, σπαθί μου διμισκί, μὴν τύχῃ καὶ ραγίσῃς Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ἐσ᾿ ἔχεις διμισκὶ σπαθὶν τζ᾿ ὀρκυιˬόπηχον gονdάρι, gονdάρεψέ το τὸ σκυλ-λdίμ, bριχοῦ σὲ θανατώσῃ (ὀρκυιˬόπηχον = μήκους ὀργυιᾶς) Ρόδ. Σαΐτ-ες μ᾿ Ἀλεξανdρινές, καμμιˬὰ νὰ μὴλ – λυγίσῃ καὶ σύ, σπαθίμ - μου διμισκί, νὰ μὴν ἀποστομώσῃς αὐτόθ. Πὄχουν τὰ δαμασκιˬὰ σπαθιˬά, τ᾿ ἀλάθευτα μαχαίριˬα Πελοπν. (Μεσσην.) Γυναίκικον ὁ πόλεμος, κοριτκὸν ὁ κοῦρσος καὶ τὸ σπαθίν μου διμισκὶν κόφτει καὶ δὲ φοβᾶται Πόντ. (Τραπ.) Μάννα, δὲ θέλω φρόνιμη, δὲ θέλω ᾿γὼ γυναῖκα, μόν᾿ ἀγαπῶ τὴ λευτεργιˬὰ καὶ τὸ μακρὺ τουφέκι καὶ τὸ σπαθὶ τὸ διμισκὶ Κρητ. Τὸ δρόμο πῆραν σύνταχα κ᾿ ἐφτάσαν ᾿ς τὸ γεφύρι, ὁ Νῖκος μὲ τὸ δαμασκὶ σπαθὶ τὴν ἄλυσό του κόφτει Μακεδ. (Ὄλυμπ.) Γένεστε Τουρκόπουλα νὰ χαρῆτε τὴν Τουρκιˬά, τ᾿ ἄλογα τὰ γρήγορα, τὰ σπαθιˬὰ τὰ δαμασκιˬά; Μακεδ. (Γρεβεν.) Ὦ ἔρωτα ἀπάνθρωπε, μὲ διμισκὶ μαχαίρι, ᾿ς τ᾿ ἀμάθητα καί ᾿ς τὰ μικρὰ πῶς πᾷς καὶ βάζεις χέρι; Ἰων. (Κρήν) Πέντε μαχαίριˬα ᾿ιμισκιˬὰ τσαινουργιˬοκαπνισμένα, μέσ᾿ ᾿ς τὴ κ-καρδιˬάμ-μου τσ᾿ ἄμ-μbηχτοῦ, ᾿έσ-σ᾿ ἀπαρνιˬοῦμ᾿ ἐσένα Κάρπ. Τὸ ᾆσμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Ὡς μ᾿ ἐσφιχταgαλιˬάζουdα τὰ πίβουλά σου χέριˬα, ἐτσὰ νὰ σοῦ τὰ κόψουνε μὲ διμισκιˬὰ μαχαίριˬα Κρήτ. Βάλ-λd ει τὰ τσαλ-λdοπράσινα τὸ δεμεστὶ ξεφόρι, πηγαίν-νει κάτω ᾿ς τὸγ γιαλ-λd ό, gάτω ᾿ς τὸ περιβόλι (τσαλ-λdοπράσινα = ἀτσαλοπράσινα) Ρόδ. Ἔχω τ᾿ ἀνdέν-νες διμισκιˬὲς τ᾿ ἀτσάλ-λενα κατάρτιˬα Μεγίστ. Κ᾿ ἔχει τὴν πρύμην του χρυσῆ, τὴν πλώρην τ᾿ ἀσημένιˬα καὶ τὰ κουπιˬά του διμισκιˬὰ καὶ ναῦτες ἀντρε͜ιωμένους Λευκ. Τὸ ᾆσμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. || Ποίημ. Κιˬ αὐτός, γιˬὰ νὰ μὴ δῇ τὴν καταφρόνιˬα, τὸ δαμασκί του σέρνει γιˬαταγάνι, καὶ κυνηγῶντας ἥσκιˬους ἐτρελλάθη Μ. Τσιριμῶκ., Ἐκ βαθ., 21 2) Τὸ Οὐδ οὐσ. ἡ σπάθη ἡ ἐκ Δαμασκοῦ προερχομένη κατὰ Δαμασκηνὸν πρότυπον κατασκευασθεῖσα Εὔβ. Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κάρπ. Κρήτ. Κυκλ. Στερελλ. (Λαμ.) κ.ἀ. - Ε. Στρατουδ., Κρητικ. ἐμπνεύσ., 27 - Λεξ. Αἰν. || ᾌσμ.: Μάννα μου, τοῦ πολλααποῦ τοῦ νιˬοῦ τοῦ διˬωματάρη π᾿ ἔχει θωριˬὰν ἀγγελικὴν μὲ ᾿ιμισκὶ ζωσμένος (πολλααποῦ = πολλαγαποῦ, πολυαγαπημένου) Κάρπ. Ἐγὼ δὲ θέλω ψυχογιˬὸς βαριˬὰ νὰ μὲ πλουτίσῃς, γιˬὰ νὰ βαστῶ τὸ διμισκὶ καὶ τὸ χρυσὸ ντουφέκι Ἤπ. || Ποίημ. Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ ἔσερνε τὸ διμισκὶ ἀπ᾿ τὴ θήκη, κατάστηθα τὸν χτύπησαν φαρμακεμένα βόλιˬα Ε. Στρατουδ., ἔνθ᾿ ἀν. β) Ὕφασμα χρυσοΰφαντον καὶ ποικιλόχρωμον προερχόμενον ἐκ Δαμασκοῦ ἢ κατὰ Δαμασκηνὸν πρότυπον κατασκευαζόμενον Ζάκ. Κρήτ. Κῶς (Πυλ.) κ.ἀ. Συνών. δαμασκηνὸς (Ι) 2, δαμάσκο, καμουχᾶς. γ) Τὸ ποικίλον χρῶμα τῶν ὑφασμάτων τῆς Δαμασκοῦ Θεσσ. δ) Εἶδος χοροῦ Εὔβ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Δαμασκῆς Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Κέρκ. Ὀθων. Παξ. καὶ ὡς παρων. ὑπὸ τὸν αὐτὸν τύπ. Ἐρεικ. Ὀθων. Παξ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Διμ᾿σκῆ Στερελλ. (Ὑπάτ.) Ράχη τοῦ Δαμασκῆ Ἀντίπαξ. Παξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA