γυμνόστηθος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυμνόστηθος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γυμνόστηθος ἐπίθ. Α. Καρκαβίτσ., Λόγ. πλώρ., 26 Ι. Πολέμ., Σπασμέν. μάρμαρ., 71-Λεξ. Δημητρ. Θηλ. γυμνοστήθα Α. Καρκαβίτσ., Λόγ πλώρ., 26.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυμνὸς καὶ τοῦ οὐσ. στῆθος.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων τὸ στῆθος γυμνόν, ὁ γυμνόστερνος ἔνθ᾽ ἀν. : Στὴν πλὰζ ἔχει πολλὲς γυμνόστηθες σύνηθ. Πέρασαν ἐμπρός μου παρθένες ξανθές, μελαχρινές, μαυρομάτες ἀνθοστολισμένες καὶ γυμνόστηθες Α. Καρκαβίτσ., ἔνθ᾽ ἀν. || Ποίημ. Καὶ νά ἕνας νιˬὸς γυμνόστηθος, γυμνὸς ὣς τὸ ζουνάρι, ἀχόρταγα κιˬ ἀκούραστα θερίζει τὸ χωράφι Ι. Πολέμ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ξεμπέρτσωτος, ξεπέτωτος, ξέστηθος, ξεστήθωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA