δαμαστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαμαστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δαμαστὸς ἐπίθ. Λέσβ. (Μυτιλήν. Πλομάρ.) – Λεξ. Βάιγ. dαμαστὸ Ἀπουλ. (Μαρτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. δαμάζω. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁ δυνάμενος νὰ δαμασθῇ Ἀπουλ. (Μαρτ.): Ἔ᾿ κ-κέ-ι τὸ δαμάλι, ἔν᾿ dαμαστὸ (εἶναι μικρὸ τὸ δαμάλι, εἶναι δυνατὸν νὰ δαμασθῇ). 2) Ἐπὶ καρπῶν καὶ κυρίως ἐπὶ ἐλαιῶν, ὁ ὑπερβολικὰ ὥριμος ἢ ὅ γινωμένος, ὁ ἕτοιμος πρὸς βρῶσιν κατόπιν ἐπιδράσεως τοῦ ἐπιπεπασμένου ἅλατος Λέσβ. (Μυτιλήν. Πλομάρ.): Ἐλιˬὲς δαμαστὲς Μυτιλήν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA