δαμινὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαμινὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

δαμινὰ ἐπίρρ. Κρήτ. (Ἔμπαρ. Σητ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. δαμινός, τὸ ὁπ. βλ. εἰς Κ. Σάθα, Τουρκοκρ. Ἑλλ, 257 τύπ. ἐδαμινά.

Σημασιολογία

Ἀσθενῶς, ἐλαφρῶς, μόλις, συνήθως δὶς ἐπαναλαμβανόμενον πρὸς ἐπίτασιν τῆς σημασίας ἔνθ᾿ ἀν.: Δαμινα-δαμινὰ ἐγροικούdονε ἡ φωνή dου Σητ. Ἤκουσα ἕνα χτύπο, δαμινὰ-δαμινὰ Κρήτ. Δαμινὰ- δαμινἀ σ᾿ ἀκούω αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/