δανείζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δανείζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
δανείζω κοιν. καὶ Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) Πόντ. (Ἰμερ. Ἰνέπ. Χαλδ.) δανείζου κοιν. βορ. ἰδιωμ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) δανείdζω Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ.) δανείζ-ζω Καλαβρ. (Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) Κάλυμν. Κῶς Μεγίστ. Χίος (Καρδάμ.) dανείdζω Ἀπουλ. (Καλὴμ. Καστριν. Μαρτ. Στερνατ. Τσολλῖν.) τανείdζω Ἀπουλ. (Καστριν. Μαρτ.) δανείντζω Ἀστυπ. Σίφν. δανείτζω Χίος διˬανείζω Πόντ. (Οἰν.) δνείζω Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) δανείν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) βανείζω Κάρπ. βανείντζω Κάρπ. ᾿ανείζω Κάρπ. Κύπρ. ᾿ανείdζω Κάρπ. (Ἔλυμπ.) δανείζουρ ἔνι Τσακων. δα᾿ζοὺ Πάρ. (Λεῦκ.) Παρατ. dάνειg-gα Ἀπουλ. (Στερνατ.) Ἀόρ. ἐδιˬάνειζα Πόντ. (Οἰν.) ἐδντσα Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. κ.ἀ.) ἐδάνεια Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) dάν᾿σα Καππ. (Ἀραβάν.) Ὑπερσ. ἦμ-μον dανείονdα Καλαβρ. (Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) εἶχα dανείσοντα Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. Στερνατ. Τσολλῖν.) Προστ. ἀορ. δάνεισο Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) δνειζον Πόντ. δντζον Πόντ. (Τραπ.) dάνεισο - dανείσετε Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. Στερνατ. Τσολλῖν.) δάνειε - δανείετε Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) Ἀπαρ. ἀορ. δανεῖ Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Χωρίο Ροχούδ.) dανείσει Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. Τσολλῖν.) Μετοχ. ἐνεστ. δανείdζονdα Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ.) dανείdζοντα Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. Στερνατ. Τσολλῖν.) ἀορ. δανείονdα Καλαβρ. (Βουν. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) δανείνdα Καλαβρ. (Γαλλικ.) δανείσοντα Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. Στερνατ. Τσολλῖν.) Μέσ. δανείdζομαι Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ.) δνείσκομαι Πόντ. (Κοτύωρ.) δανείσκουμαι Πόντ. (Ἀργυρόπ. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) διˬανείσκομαι Πόντ. (Οἰν.) Παρατ. ἐδνείσκουμ᾿νε Πόντ. (Χαλδ.) Ἀόρ. ἐδνείστα Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) ἐδιˬανείστα Πόντ. (Οἰν.) dανείστα Καππ. (Ἀραβάν.) ἐδανείστηνα Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) ἠdανείστημο Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. κ.ἀ.) ἐδανείστημα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὑπερσ. ἦμ-μον dανειστώνdα Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) Προστ. παθ. ἀορ. δάνειστα - δανειστᾶτε Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) Ἀπαρ. δνείσ᾿ναι Πόντ. (Τραπ.) δανειστῆ Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) Μετοχ. παθ. ἀορ. δανειστώνdα Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) παθ. παρακ. δανειμ-μένο Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ρ. δανείζω. Διὰ τοὺς τύπους τανείdζω, dάνειg-gα, ἐδάνεια, δανείω, δάνειε-δανείετε, δανείονdα, δανεῖ, δανείνdα, ἐδανείστηνα καὶ ἠdανείστημο βλ. Α. Καραναστ., λεξ. Ἑλλ. ἰδιωμ. Κάτω Ἰταλ. εἰς λ. δανείdζω.
Σημασιολογία
1) Δίδω τί ἐπὶ ἐπιστροφῇ κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. Στερνατ. Τσολλῖν. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) Πόντ. (Ἴμερ. Ἰνέπ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Δανείζω λάδι - ἀλεύρι - ψωμί. Τοῦ δάνεισα τὴν όμπρέλα μου καὶ μοῦ τὴ γύρισε σὲ κακά χάλιˬα. Δανείστηκε τὸ φουστάνι τῆς φιλαινάδας της καί πῆγε ᾿ς τὸ χορὸ κοιν. Δὲ dὰ δανείζω ᾿γὼ τὰ δικά μου τ᾿ ἀνάχρεια (= οἰκιακὰ σκεύη) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἂ δὲ μοῦ δανείσῃς ἀλεύρι νὰ πάω νὰ ζυμώσω τῶ bαιδιˬῶ μου, δὲ φεύγω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἦρτε καὶ τὸν ἐδάνεισα μιˬὰ ὀκᾶ λάδι Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Δάνεισό μου ἕνα ψωμὶ καὶ αὔριο, ποὺ θὰ ψήσου, ζὲ τὸ φέρνου (ζὲ = σέ, σοῦ) αὐτόθ. Τό ᾿χαμε δανειστοῦμε τὸ κριθάρι (= τὸ εἴχαμε δανεισθῆ) Σῦρ. Μ᾿ ἐδάνεισε λιγούλι ψωμὶ κ᾿ ἔτσι θὰ περάσω τὴν ἡμέρα Πελοπν. (Βερεστ.) Ὅταν ἔῃς λιχώνα, μὴ δανίῃς ἁλάτ᾿ Ἤπ. (Δωδών.) Δανείζ-ζεις μου τὸβ-βωλόσυρό σ-σου γιˬὰ καμνιˬὰβ-βdομάα; Κῶς. Ἤρτασιν-νὰ τῶ δ-δανείω τὸ βραστάρι (ἦρθαν νὰ τοὺς δανείσω τὸ καζάνι) Γαλλικ. Ἐδάνεια τὸ σπωμὶ ᾿ς τὴν gειτόνισ-σα (ἐδάνεισα τὸ ψωμὶ εἰς τὴν γειτόνισσα) αὐτόθ. Μοῦ ᾿χε dανείσοντα μία ρ-ρουβάνα (μοῦ εἶχε δανείσει ἕνα κρίθινο ψωμὶ) Μαρτ. Δάνεισό μ-μου ἀλίο ἀλάdι ιˬ αὔρι σοῦ τὸ dίω (δάνεισέ μου λίγο λάδι καὶ αὔριο σοῦ τὸ δίνω) Στερνατ. Ἐδανείστηνα ἕνα μαχαίρι Μπόβ. Σὰ δανείσκεσαι, νὰ γίν᾿νταν λόγιˬα (ὅταν δανειστῇς, θὰ δημιουργηθοῦν παρεξηγὴσεις) Οἰν. Πόσα θρακάλ ἐδνείστες με (θρακάλ = ἀθρακάρια· ἡ ποσότης ἀνθράκων ἡ περιεχομένη εἰς ἓν πτύον) Τραπ. Ἐδνείστα ἕνα οινίκ᾿ τσουπάδ᾿ (ἐδανείσθην ἕνα χοινίκι ἀραβόσιτον) Ὄφ. || Φρ. Ἁγία Κατερίνη τὸ δανείζεται τὸ νερὸ (κατὰ τὴν ἑορτὴν τὴς Ἁγίας Αἰκατερίνης, 25 Νοεμβρίου, συνήθως βρέχει) Πελοπν. (Δημητσ.) Δανείζω τὸ ἀρνὶ (προσκολλῶ πρὸς θηλασμὸν ἀρνίον εἰς προβατῖναν ἡ ὁποία ἔχασε τὸ ἰδικόν της) Σκῦρ. Δὲ δανείζει τὶς θέρμες του! (ἐπὶ φιλαργύρου, ὅτι δὲν δανείζει οὔτε τὰ εἰς αὐτὸν δυσάρεστα) Πελοπν. (Γορτυν.) Συνών. Φρ. Δὲ δίνει τ᾿ ἀγγέλου του νερό. || Παροιμ. Ἂν εἶχε ἡ κουρούνα γνώση, | θὰ μᾶς δάνειζε καμπόση (ἐπὶ τῶν ἀνοήτων) Νίσυρ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Δανείσετε χηράδες τῶ νιˬόπαdρω φιλὶ (ἐπὶ προσώπων τὰ ὁποῖα, ἂν καὶ έχουν τὰ πάντα, ζητοῦν ἀπὸ ἄλλους ποὺ ἔχουν ὀλιγώτερα) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Συνών. παροιμ. Βόηθα με, φτωχέ, νὰ μὴ σοῦ μο͜ιάσω. Γυναῖκα, πότε ζύμωσες; - Τότε ποὺ δανείστηκα (ἐπὶ πτωχαλαζόνων, τῶν ὁποίων αἱ ψευδεῖς καυχήσεις ἀποκαλύπτονται εὐκόλως) Ζάκ. Ἐγὼ ψοφῶ γιˬὰ τὸ ψωμὶ κιˬ ὁ ἄντρας μου τὸ δανείζει (ἐπὶ τῶν δαπανώντων χάριν ἐπιδείξεως ἐνῷ πένονται) Χίος. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Ὅσο εἶχα κ᾿ ἔτρωγα, νόμιζα πὼς ὁ θεὸς μ᾿ ἐδάνειζε (ἐπὶ τῶν ἀπερισκέπτων ὀφειλετῶν, οἱ ὁποῖοι ξοδεύουν ἀνέτως τὰ δανεισθέντα, χωρὶς νὰ σκέπτωνται διὰ τὴν ἀπόδοσιν τῆς ὀφειλῆς) Αἴγιν. || Γνωμ. ᾿Σ τὸν πόλεμο δὲν δανείζουν ἄρματα (τὰ ἀπαραιτήτως ἀναγκαῖα δὲν δανείζονται) πολλαχ. Δὲν δανείζουν ποτὲ ἄλογο, τουφέκι καὶ γυναῖκα (συνών. μὲ τὸ προηγοόμ.) πολλαχ. Σὲ θέρο δὲ δανείζουν δραπάνι (συνών. μὲ τὸ προηγουμ.) Ἀμοργ. Σὲ τρύος δὲ δανείζουν μαχαίρι (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) αὐτόθ. Σὲ δεῖπνο δὲ δανείζουν πιρούνι (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) αὐτόθ. Σὲ δρόμο δὲ δανείζουν ραβδίο (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) αὐτόθ. Ὁ σκύλλος δὲ δανείζει κόκκαλα (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Πελοπν. (Γορτυν.) Ὅπο͜ιος ἔχει ἕνα φόρεμα μοναχά, δέ μπορεῖ νὰ τὸ δανείσῃ (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Πελοπν. (Ἀχαΐα). Ζῷ χοντρικὸ μὴ δανείζῃς (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Πέλοπν. (Μεγαλόπ.) || ᾌσμ. - Πότε μᾶς τὶς δάνεισες, μαῦρε, γαττοκέφαλε; - Πέρσι τοῦτον τὸν καιρό, μαῦρ᾿, ἀρκουδοκέφαλε! Μακεδ. (Τσοτίλ.) Ὦ βρύσες καὶ ποτάμιˬα, δανείσετέ μου δάκρυα, νὰ κλαίω τὸν gαλόμ - μου γιˬὸν ἀπὸ τὰ φυλλοκάρδιˬωα Νίσυρ. Βρύσες, δανεῖστε με νερό, δασκάλες, μοιρολόγιˬα, νὰ ξέρω νὰ μοιρολογῶ, νὰ κλαίω τὰ πεθαμένα (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Σκαμν.) Τὸ ᾆσμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ Κὶ πάλι ξαναπρέπει σου ᾿ς τὰ πεύκιˬα νὰ καθίζῃς, τό ᾿να τοὺ χέρι νὰ μιτρᾷς κὶ τ᾿ ἄλλου νὰ δανείζῃς (πεύκιˬα = χαλιὰ) Λῆμν. Κόρη μ᾿, οὑ ἄdρας σ᾿ πέθανι, κόρη μ᾿, οὑ ἄdρας σ᾿ ᾿χάθη κὶ τούνι δάνεισα κιρὶ κ᾿ ἦρθα νὰ μοῦ τὸ δώσῃς Σκίαθ. Τὸ ᾆσμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ὁ ἄντρας σου ἐπέθανε κ᾿ ἤμουν ᾿ς τὸ θάνατό του, κερί, λιβάνι ἐξόδεψα κ᾿ ἕνα φιλὶ τοῦ δάνε͜ιου Μῆλ. Εἰς τὴν ἀπάνω ᾿ειτον-νιˬά, εἰς τὴν ἀπόξω ρύμη, κόρη ᾿ανείνdζει τὸ φιλί, πολλὰ ἀκριὰ πουλεῖ το (ἀκριὰ = ἀκριβὰ) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) 2) Παρέχω τινὶ χρὴματα ἐντόκως κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλὴμ. Καστριν. Μαρτ. Στερνατ. Τσολλῖν.) Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) Πόντ. (Ἴμερ. Ἰνέπ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Θέλω νὰ δανειστῶ ἕνα χιλιˬάρικο καὶ τὸ σκέπτομαι. Δανείζει εὔκολα, ἀλλὰ παίρνει βαρὺ τόκο. Ἀπό τὴ μιˬὰ δανείζεται καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ξοδεύει ἀράδα κοιν. Δὲν τὸν φθάνει ὁ μισθός του καὶ δανείζεται νὰ ζήσῃ Ἀθῆν. Δάνεισέ μου ἑκατὸ δραχμὲς νὰ πληρώσω τὸ τηλέφωνο, γιˬατὶ θὰ μοῦ τὸ κόψουν αὐτόθ. Δανειζόμουν κ᾿ ἔτρωγα Πελοπν. (Μεσσην.) Ἔ᾿ς νὰ μὲ δανείῃς μερ᾿κά λιφτά; Εὔβ. (Ἄκρ.) Κατάρες εἶχα, θαρεῖς, ὅταν τὰ δανείζουμαν (ἐκ διηγ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Δανείστητσε ᾿πὸ τὸν ἀδρεφό του τὸ ᾿Λία Πελοπν. (Ξεχώρ.) Μιˬὰ βοὰ χρωστοῦμα δεκατρεῖς χρόνοι ἕνα ἑκατόφραgο τσῆ Παρασκευγοῦς κ᾿ ἐδανείστημά d᾿ ἀπ᾿ ἀοῦ κ᾿ ἐδώκαμέ τζη το Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἄς σα κἀν᾿ναν ᾿κ᾿ ἐπόρεσα νὰ δανείσκουμαι δέκα γορόσ (ἀπὸ κανέναν δὲν ἐμπόρεσα νὰ δανειστῶ δέκα γρόσια) Σταυρ. Ἐγιˬάηνα ᾿ς τὸ σ-σεδερφό μ-μου νὰ δανειστῶ δέκα λίρε (πῆγα στὸν ἐξάδερφό μου νὰ δανειστῶ δέκα λίρες) Βουν. Δανείσοντά μου εῖτ-τες dέκα χιγ-γιˬάdελ-λίρε, εἶχα ἀφοράσοντα εῖτ᾿-το ὥρ-ριˬο κωράφι (ἂν μοῦ εἶχες δανείσει ἐκεῖνες τὶς δέκα χιλιάδες λίρες, θὰ εἶχα ἀγοράσει ἐκεῖνο τὸ ὡραῖο χωράφι) Στερνατ. || Φρ. Ὅτ᾿ ἔχου τὰ δανείζου, ἀλλὰ πουτὲ δὲ dὰ χαρίζου Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Ἂ δανείσῃς, | διˬαφοραίνεις καὶ νὰ σοῦ χρωστοῦν καὶ χάρη κιˬ ἂ χαρίσῃς, νά ᾿χες κιˬ ἄλλα | κιˬ ἂ bορέσουν, νὰ σὲ πνίξουν καὶ νὰ σὲ προδώσουν κιˬόλα Ἰόνιον. Νῆσ. Δὲν εἶχε, ἀμ᾿ ἐάνειζε (ἐπὶ ἐπιδείξεως εὐπορίας) Κάρπ. || Παροιμ. Ὅταν δανείζετε χρήματα, εἶναι ὅλα Χριστὸς ἀνέστη, ὅταν ζητᾶτε νὰ τὰ πάρετε, εἶναι θάνατον πατήσας (ὅτι κατὰ τὸν δανεισμὸν τὰ πράγματα εἶναι εὔκολα, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ δανείου δυσάρεστα) Πελοπν. (Γύθ.) Τὸ δανεισμένο πάει γελῶdας κ᾿ ἔρχεται κλαίοdας (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κέρκ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Ὅντες δανείζομου, σε͜ιέμου καὶ λυγίζομου, κιˬ ὅντας σ᾿ ἐπλήρωνα, τρεμοκοσκινίζομου (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πέλοπν. (Λακων.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Ὅdεν ἐδανείζουμνε, ὁ Θεὸς μ᾿ ἐγάπανε, κιˬ ὅdεν ἐξεπλήρωνα, ὁ Θεὸς μοῦ ᾿ργίζουdονε (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κρήτ. (Λασίθ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Δά᾿σι μι κὶ θά ᾿ς τὰ δώσου ᾿ς τοὺν κοῦρου (κοῦρος = ἐποχὴ κουρᾶς τῶν αἰγοπροβάτων· ἐπὶ δανειζομένων οἱ ὁποῖοι παραπέμπουν εἰς τὰς καλένδας τὴν ἀπόδοσιν τοῦ δανείου) Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) || Γνωμ. Δανείζου, καλοπλήρωνε | καὶ πάλι στρέφε κ᾿ ἔπαιρνε (ὁ συνεπὴς εἰς τὴν ἀπότισιν τῶν χρεῶν του εὑρίσκει εὐκόλως δανειστὰς) Θήρ. Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Διὰ τὴν σὴμ. πβ. τὸ τοῦ Ἡσιόδ Ἔργ., 349 «Εὖ μὲν μετρεῖσθαι παρὰ γείτονος, εὖ δ᾿ ἀποδοῦναι, | αὐτῷ τῷ μέτρῳ καὶ λώιον, αἴκε δύνηαι, | ὡς ἂν χρηίζων καὶ ἐς ὕστερον ἄρκιον εὕρῃς». Δανείζου καὶ ξόδευε, | τὴν διορία μὴ ξεχνᾷς (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) ἀγν. τόπ. Δανείσ᾿, καλουπόριψι, | κακὸ gιρὸ πανdέχει (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Ἤπ. (Δολιαν.) ᾿Ποὺ ἄδρωποσ-στενοπερίσσευτον π-παρᾶες μὲ δ-δανειστῇς (ἀπὸ φτωχὸ μὴ δανειστῇς, γιατὶ θὰ σοῦ τὰ ζητήσῃ πίσω ἀμέσως) Κύπρ. Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Ἀπὸ φτωχὸ μὴ δανειστῇς, τὶ σιριˬανάει καὶ κλαίει (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Πελοπν. (Γορτυν.) Ἀπὸ τὸν ποὺ σοῦ λέει νὰ σὲ δανείσῃ κιˬ ὅσα θέλῃς ἢ μὴ δανειστῇς, ἢ λίγα ὅσο bορέσῃς Ἰόνιον. Νῆσ. Ὅπγο͜ιους δανείζ᾿ φτουχαίν᾿ κιˬ ὅπγο͜ιους κρατε͜ιέτι ἔ᾿ Στερελλ. (Ἀχυρ.) Τὸν ἀγαπᾷς, μὴ δάνειζε | καὶ τὸν ποθεῖς, μὴ σύχναζε Κρήτ. Πελοπν. (Πάτρ. κ.ἀ.) Ὅπο͜ιος δανείζει τῶ φτωχῶ, δανείζει τοῦ Θεοῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Δανείστηκες, σκλαβώθηκες Ἤπ. (Κωστάν. κ.ἀ.) Ἂν δὲν ἔχῃς πίκρα, δάνεισε παρᾶδες Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) κ.ἀ. Δανείζεις χρήματα, κάνεις ὀχτρούς, δίνεις, κάνεις ἀχάριστους Πελοπν. (Γύθ.) Ὅπο͜ιος θέλει νὰ κάνῃ ἐχτροὺς δανείζει χρήματα· δώνεις μὲ χέριˬα σου καὶ παίρνεις μὲ ποδάριˬα σου Ἀνάφ. Τὰ δανᾷς, κερνᾷς | καὶ τὰ χρωστᾷς, πληρώνεις Αἴγιν. Νὰ μὴ χρωστᾷς σὲ πλούσιο, φτωχὸ νὰ μὴ δανείζῃς Ι. Βενιζ., Παροιμ.2 169, 16. Μόνον εἰς τοὺς πλούσιους καὶ τοὺς τιμίους δανείζουν Πελοπν. (Πάτρ. κ.ἀ.) Νὰ δανειστῇς, γιὰ νὰ δανείσῃς, θέλεις φούρκισμα (= ἀπαγχονισμὸν) Ἰόνιοι Νῆσ. Νὰν τσοὺ κλαῖς ἐκείνους ποὺ δανείζοdαι γιὰ νὰ χαρίσουν (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) αὐτόθ. || ᾎσμ. Μὰ δὲ δανείζει χρήματα, οὔτε φλουρὶ λογάρι, μόνο δανείζει τὸ φιλὶ πού ᾿ναι ντροπὴ μεγάλη Ἰων. (Κρήν.) 3) Ἐπὶ γυναικῶν, ἐκδίδομαι πορνεύομαι Ἤπ. Κάρπ. Κῶς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Λάστ.) Πόντ. (Οἰν.) Χίος: Φρ. Γυˬαλ-λίζ-ζει, μ᾿ ᾿ὲδ᾿-δανείζ-ζει (εἶναι ὡραία, ἀλλὰ δὲν ἐκδίδεται) Κῶς. Τὸ δανείζει (πορνεύεται) Ἤπ. Διˬανείζει ᾿ατο (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Οἰν. || ᾌσμ. Ἐμπρός σου παίζει καὶ γελᾷ καὶ πίσω σου δανείτζει | Χίος. Ἀμπρός σου παίζει καὶ ᾿εᾷ κιˬ ἀπίσω σου δανείζει Ἀπύρανθ. Ἀλήθε͜ια λέεις, Μαυριανέ, κιˬ ἀλήθε͜ια ᾿ποκαυκε͜ιέσαι πὼς εἶναι πιˬὸ ᾿μορφύτερη, ἀμ-μὴ πολλὰ ᾿ανείζει Κάρπ. Μὴν τὴν παινεύῃς, Κωνσταντῆ, τὴν ὄμορφη γυναῖκα, γιˬατὶ κρυφὰ δανείζεται καὶ δὲν τὸ μαρτυράει Λάστ. Ἡ σημ. ἤδη Βυζαντ. Βλ. Ἔπαιν. Γυναικ., στ. 643 (ἔκδ. K. Krumb., 395) «καὶ ἄλλον βήχει, κακανίζει καὶ ἄλλον τὸ κορμὶ δανείζει».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA