γυμνοσύνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυμνοσύνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γυμνοσύνη ἡ, Φοῦρν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυμνὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ.-σύνη.
Σημασιολογία
Γύμνωσις, γύμνιˬα 1, τὸ ὁπ. βλ. : Κοίτα γυμνοσύνη!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA