δανεικαρολόγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δανεικαρολόγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

δανεικαρολόγος ὁ, ἀμάρτ. δανεικαρολόος Πελοπν. (Μεσσην.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δανεικαριˬὰ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λόγος, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 247 κἑξ.

Σημασιολογία

Ὁ ἀνταποδίδων προοφερθεῖσαν εἰς αὐτὸν ἐργασίαν ὑπὸ μορφὴν ἀλληλοβοηθείας, ὁ κάμνων δανεικαριˬὰ 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/